Μπέλλα
Ήμουν αφάνταστα εκνευρισμένη. Είχε το θράσος να μου πετάξει πως με ήθελε. Το πιο σπαστικό όμως ήταν πως ένιωθα περίεργα. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν τι ένιωθα. Την μια, η ομορφιά του και ο πόθος μου γι’αυτόν με κυρίευαν. Ναι, το παραδέχομαι ήταν κούκλος. Αλλά, από την άλλη, ήθελα να του δώσω σφαλιάρα, μπουνιά ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Δεν τον άντεχα. Τέρμα!
Γρύλισα. Δεν θα το άφηνα να περάσει έτσι. Θα έβλεπε πόσο σκύλα και κακιά μπορούσα να γίνω. Πόσο αδιάφορη. Και στο κάτω κάτω, τι με ενδιέφερε τι θα έκανε; Εγώ ήθελα τον Ντέιμον. Με τον Ντέιμον ήμουν ερωτευμένη.
Πάνω απ’όλα όμως, ήθελα να σταματήσει να με κοιτάζει με εκείνο το παράξενο βλέμμα, λες κι εγώ ήμουν θαύμα της φύσεως. Να σταματήσει να με κοιτάζει πότε επίμονα και δειλά και πότε τρυφερά.
Κόντευα να τρελαθώ στην κυριολεξία. Θα έπρεπε να ονομάσω και να ξεχωρίσω τα συναισθήματά μου, δεν γινόταν αλλιώς. Πόθος, σίγουρα, γιατί μου έδινε σημασία ένας από τους ωραιότερους άντρες που είχα δει. Θυμός, διότι μου την έδινε το στυλ του και ο τρόπος που με κοίταζε. Έπρεπε να καταλάβει, πως όσο και να του θύμιζα κάποια από το παρελθόν του, δεν ήμουν εγώ εκείνη. Κι ένα καινούριο συναίσθημα γεννιόταν μέσα μου, το οποίο δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. Ό,τι όμως και να ήταν, έπρεπε να το προσπεράσω.
Όλα αυτά σκεφτόμουν καθώς είχα καταφύγει για μια ακόμα φορά στις τουαλέτες. Γιατί έκανα πίσω σαν ένα μικρό κοριτσάκι; Αποφάσισα πως θα τον αντιμετώπιζα και θα το έπαιζα αδιάφορη και ψυχρή.
Είπα στην Άντζελα να ετοιμάσει δύο καφέδες και να τους φέρει στο γραφείο μου. Έπειτα, πρόσεξα πως ο Έντουαρντ δεν βρισκόταν στο δικό μου γραφείο, άρα υπέθεσα πως θα βρισκόταν στο γραφείο του Ντέιμον. Ελπίζω μόνο να μην είχε αναφέρει το προηγούμενο συμβάν στον Ντέιμον. Βέβαια, δεν τον συνέφερε καθόλου...
Δεν μπήκα καν στον κόπο να χτυπήσω την πόρτα και την άνοιξα κατευθείαν. Μέσα, ο Ντέιμον και ο Έντουαρντ συζητούσαν για τις λεπτομέρειες που έπρεπε να γνωρίζει ο νέος μου συνεργάτης.
‘Μπέλλα, ο Έντουαρντ μου είπε πως τον βοήθησες πολύ’, μου ανέφερε ο Ντέιμον μ’ένα προσποιητό χαμόγελο και ακούμπησε την πλάτη του πίσω στην καρέκλα του. Το ήξερα καλά αυτό το χαμόγελο.
‘Ναι; Ήταν χαρά μου που βοήθησα’. Κοίταξα προς τον Έντουαρντ μ’ένα σέξι χαμόγελο κι’ένα υπεροπτικό βλέμμα. Ναι, θα τον τυραννούσα πολύ.
Ο Ντέιμον σηκώθηκε όρθιος και βημάτισε ως τον Έντουαρντ. ‘Οπότε, Έντουαρντ, δεν μένει τίποτε άλλο από το να μας προσφέρεις τις υπηρεσίες σου’, είπε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Εκείνη την στιγμή, αναρωτήθηκα σιωπηλά τι σόι καλύτεροι φίλοι ήταν αυτοί οι δύο.
Όλα ήταν τόσο ψεύτικα μεταξύ τους. Ακόμα και το χαμόγελο του Έντουαρντ προς τον Ντέιμον. Τα μάτια τους τα έλεγαν όλα.
‘Οι καφέδες είναι έτοιμοι, Έντουαρντ’. Με ακολούθησε ξανά έξω από το δωμάτιο κι εγώ γύρισα να κοιτάξω τον Ντέιμον. Διαμορφώνοντας τις λέξεις στα χείλη μου, χωρίς να χρησιμοποιώ την φωνή μου, του είπα: ‘Θα σε δω αργότερα’, μ’ένα βλέμμα πονηρό.
‘Μπέλλα’, ψιθύρισε ξαφνικά ο Έντουαρντ και γύρισα να τον κοιτάξω με αδιαφορία.
‘Ναι;’. Ανασήκωσα τα φρύδια μου.
‘Συγγνώμη για πριν. Απλά... Είμαι σε πολύ δύσκολη θέση’, προσπάθησε να μου εξηγήσει με μια πληγωμένη και γεμάτη τύψεις έκφραση. Το μέτωπό του ήταν ζαρωμένο και έχωσε τα χέρια του μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.
Τότε πρόσεξα πραγματικά το ντύσιμό του. Τα κουμπιά του καρό πουκαμίσου του ήταν ανοιχτά και από μέσα φορούσε ένα γκρι μπλουζάκι που τόνιζε το γυμνασμένο στέρνο του. Το παντελόνι του ήταν τζιν και δεν μπορούσα να πω πως ήταν ακριβό. Απ’ότι φαινόταν, δεν νοιαζόταν καθόλου που ντυνόταν τόσο απλά και άνετα σ’έναν χώρο όπου όλοι φορούσαν καλά ρούχα.
‘Δεν μπορώ να καταλάβω τι πράγμα μπορεί να σε φέρει σε δύσκολη θέση’. Η φωνή μου ήταν αδιάφορη όπως και η έκφρασή μου. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Άντζελα με τους καφέδες στα χέρια της. Τους άφησε πάνω στο γραφείο μου και έφυγε χωρίς να πει λέξη. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν της είπα της κοπέλας, καθώς η προσοχή μου βρισκόταν στον άντρα δίπλα μου, που περίμενε την συνεργάτισσά μου να φύγει για να μιλήσει ανοιχτά.
‘Στα αλήθεια δεν ξέρεις τι μπορεί να με φέρει σε δύσκολη θέση;’, με ρώτησε με φωνή χαμηλή που έστελνε κατευθείαν μήνυμα στην καρδιά μου να σφυροκοπάει πιο γρήγορα.
Τον κοίταξα κατάματα. ‘Όχι, θα έπρεπε;’. Ανασήκωσα τους ώμους μου.
‘Μην κάνεις πως δεν ξέρεις, Ιζαμπέλλα’, με προειδοποίησε και η φωνή του έγινε πιο βαθιά. Έβγαλε τις παλάμες του από τις τσέπες του και τον είδα να τις σφίγγει.
‘Έχεις τρελαθεί τελείως, έτσι; Με ξέρεις με το ζόρι μία μέρα, με κοιτάς μ’ένα ανατριχιαστικό και αδιάκριτο βλέμμα και τώρα με ρωτάς εάν ξέρω τι είναι αυτό που σε φέρνει σε δύσκολη θέση;’, ξέσπασα, κοιτάζοντάς τον άγρια.
Δεν είπε τίποτα. Απλά έσκυψε το κεφάλι του και τσίμπησε με τον δείκτη και τον αντίχειρά το πάνω μέρος της μύτης του, κλείνοντας τα μάτια του. Έκανε σαν να ήθελε να συγκεντρωθεί. Ξεφύσησε.
‘Συγγνώμη. Δεν ξέρω πως να συμπεριφερθώ όταν είμαι κοντά σου’, απολογήθηκε.
‘Σου υπενθυμίζω πως με ξέρεις μόνο μία μέρα’.
Δεν απάντησε αλλά φαινόταν πως ήθελε κάτι να πει.
‘Εσύ με φέρνεις σε δύσκολη θέση’, ξεστόμισε κοιτάζοντάς με σαν πληγωμένο σκυλάκι. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να μου το πει αυτό.
‘Ορίστε;’. Τον κοίταξα σαν να είχε πει μόλις κάποιο αστείο.
‘Κάποια στιγμή, Ιζαμπέλλα, θα καταλάβεις πολλά πράγματα. Προς το παρόν, ας επικεντρωθούμε στην δουλειά μας’, πρότεινε και μου έκανε νόημα με το χέρι του να πλησιάσω τον υπολογιστή μου.
Ένιωθα σαν να είχα μείνει πίσω, σαν να μην ήξερα κάτι που με αφορά. Και τρελαινόμουν από την αγωνία και το να μην ξέρω. Πάντα ήθελα να έχω εγώ τον έλεγχο. Όμως γιατί είχα από πάνω μου δύο άντρες που τους άφηνα να μου τον παίρνουν μέσα από τα χέρια;
‘Μπέλλα, ξέχασα να σου πω. Το πρωί κάποιος άφησε αυτά τα λουλούδια πάνω στο γραφείο σου, όταν έλειπες. Τα μάζεψα και τα φύλαξα όταν συμμάζευα’, με πληροφόρησε η Άντζελα την στιγμή που ξαναμπήκε στο γραφείο μου μ’ένα μπουκέτο μαργαρίτες.
Χαμογέλασα. Αυτά ήταν από τον Ντέιμον, δεν το είχε ξεχάσει. Την ευχαρίστησα και τα κράτησα κοντά στο στήθος μου μυρίζοντάς τα. Θα άνοιγα μετά την κάρτα, όταν θα έμενα μόνη μου. Αγνοώντας τελείως τον Έντουαρντ που έπιανε με τα μάτια του την κάθε μου κίνηση, σηκώθηκα και έβαλα τα λουλούδια στο άδειο βάζο που βρισκόταν στην άκρη του γραφείου μου.
Τον κοίταξα φευγαλέα. Τα λουλούδια θα μπορούσαν να μαραθούν από το δολοφονικό του βλέμμα. Ξανά, ποιό ήταν το πρόβλημά του;
Όλη την υπόλοιπη ώρα ήμουν σκεπτική, εξετάζοντας την παραμικρή ενέργεια που θα έκανε. Ήταν περίπου δύο το μεσημέρι, όταν ο Ντέιμον ήρθε για να μας τσεκάρει. Πρότεινε στον Έντουαρντ να φύγει εάν το επιθυμούσε και να γυρίσει αύριο κανονικά προετοιμασμένος για να δουλέψει. Ο Ντέιμον ήθελε να τον ξεφορτωθεί, το ήξερα.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Έντουαρντ δέχτηκε αμέσως. Τον αποχαιρέτησα, το ίδιο έκανε και ο Ντέιμον και έφυγε από τα γραφεία Σαλβατόρ.
Τότε, ο Ντέιμον με άρπαξε από την μέση και με τράβηξε προς το γραφείο του. Εγώ άφησα να μου ξεφύγει ένα γελάκι ευχαρίστησης. Έκλεισε την πόρτα γρήγορα και με κόλλησε πάνω σε αυτή με το σώμα του. Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου και έκλεισε τα μάτια του. Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα και η αναπνοή του μύριζε αλκοόλ. Άγγιξα και την μύτη του με την δική μου.
‘Περίμενα πολύ καιρό γι’αυτό, Ιζαμπέλλα. Δεν πιστεύω να με κάνεις να περιμένω κι άλλο...’, είπε πνιχτά και με φωνή που καταλάβαινα πόσο με ήθελε.
Έφερα το κάτω μέρος του σώματός μου πιο κοντά στο δικό του και ένιωσα πραγματικά τι επίδραση είχα πάνω του. Άκουσα το πνιχτό βογγητό του. Το μυαλό μου είχε θολώσει. Μύριζα, ένιωθα, ήθελα τον Ντέιμον. Τώρα.
‘Σε έχω βασανίσει αρκετά, έτσι;’, άρχισα να παίζω με την υπομονή του. Τύλιξε σφιχτά τα χέρια του γύρω από την μέση μου και ένευσε καταφατικά. Ξεροκατάπιε.
‘Σε θέλω, Ιζαμπέλλα, όσο με θέλεις κι εσύ. Μην διανοηθείς να το αρνηθείς’. Τα χέρια του χαμήλωσαν και βρέθηκαν στους μηρούς μου. Τώρα τον αισθάνθηκα πιο έντονα. Προσπάθησα να αναπνεύσω και ένιωσα τις παλάμες του να σέρνονται κατά μήκος των μηρών μου και να μπαίνουν κάτω από το μπλουζοφόρεμά μου.
Τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκαν γύρω από τον λαιμό του και το πρόσωπό του μανιασμένα έπεσε στο ντεκολτέ μου. Σκόρπισε μερικά φιλιά εκεί και τα δάχτυλά του κινήθηκαν πιο πάνω από τους μηρούς μου, φτάνοντας το λάστιχο του κολάν μου. Με βοήθησε να το βγάλω και στάθηκα μπροστά του με γυμνά πόδια.
Ένιωσα τα δόντια του να ακουμπάν το ανοιχτό στέρνο μου και τα ακροδάχτυλά του άγγιξαν το σατέν εσώρουχό μου, χαρίζοντάς μου ένα τρέμουλο. Έτριψε το σημείο. Προσπάθησα να συγκρατήσω το βογγητό μου αλλά δεν μπόρεσα. Αναστέναξα και τα δάχτυλά μου χάθηκαν μέσα στα μαλλιά του. Έκλεισα τα μάτια μου για να νιώσω καλύτερα.
‘Ιδού και η απόδειξη, Ιζαμπέλλα’, τον άκουσα να ψιθυρίζει ανάμεσα στα φιλιά που σκόρπιζε στο στέρνο μου και στον λαιμό μου. Ένιωθα την ανάσα του στο ακάλυπτο δέρμα μου. Έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκώνονται. ‘Έχεις υγραθεί. Με θέλεις’.
Με μία απότομη κίνηση κατέβασε το εσώρουχό μου, αφήνοντας το κάτω μέρος του σώματός μου τελείως ανοιχτό για εκείνον. Έσκυψε λιγάκι, και έσυρε τα δάχτυλά του από τις γάμπες μου μέχρι τους γλουτούς μου. Έγλυψε με την άκρη της γλώσσας του μερικά σημεία των μηρών μου αλλά εγώ δεν άντεχα άλλο. Ήθελα να νιώσω με τα χείλη μου τα δικά του. Άρπαξα με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό του και το έφερα προς τα μένα. Χωρίς να χάνω χρόνο, πέρασα την γλώσσα μου μέσα στο στόμα του, κι εκείνος ανταποκρίθηκε. Παλεύαμε και οι δύο για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι.
Έκλεισε μέσα στις παλάμες του το στήθος μου κι εγώ αναστέναξα μέσα στο στόμα του. Ύστερα, έφτασε το τελείωμα της μπλούζας μου και την πέταξε από το σώμα μου απότομα. Τα χέρια του βρέθηκαν στα πλευρά μου. Άνοιξε το κούμπωμα του σουτιέν μου και το έβγαλε και αυτό. Τώρα πια ήμουν ολόγυμνη μπροστά του.
‘Νομίζω πως έχεις πολλά ρούχα πάνω σου’, του μίλησα παιχνιδιάρικα και όρμησα να τον γδύσω. Έβγαλα γρήγορα το σακάκι του, ξεκούμπωσα τα κουμπιά του πουκαμίσου του και τέλος, κατέβασα το φερμουάρ του παντελονιού του. Το έβγαλε από τα πόδια του μαζί με το εσώρουχό του και το πέταξε κάπου δίπλα μας.
Έκανα ένα βήμα πίσω και κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο περιμένοντας την επόμενη κίνησή του. Το ύφος μου ήταν προκλητικό και πέρασα τα μάτια μου πάνω από το σώμα που μου είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια.
Αργά αργά, ήρθε κοντά μου. Με πήρε στην αγκαλιά του και με ξαναφίλησε με πάθος. Αισθάνθηκα την άκρη του ανδρισμού του να ακουμπάει την είσοδό μου. Καιγόμουν ολόκληρη. Σταμάτησε να με φιλάει και έχωσε το πρόσωπό του στην κοιλότητα του λαιμού μου, εισπνέοντας βαθιά. Από παλιά του άρεζε να μυρίζει το άρωμά μου.
‘Είσαι έτοιμη για μένα;’, ψιθύρισε χαϊδεύοντας με την μύτη του το σημείο πίσω από το αυτί μου. Ήταν μια τρυφερή κίνηση.
‘Ναι’, είπα ξέπνοη, αγκομαχώντας.
Και με μία βίαιη κίνηση, γλίστρησε ολόκληρος μέσα μου. Η ανάσα μου κόπηκε.
‘Θεέ μου’, τραύλισα. Τον συνήθισα για λίγο και ύστερα άρχισε να σπρώχνει με δύναμη μέσα μου.
Άφησα το κεφάλι μου να ακουμπήσει τον ώμο του. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του και ο ρυθμός του αυξήθηκε. Δεν θα κρατιόταν για πολύ ακόμα.
Ένιωθα ανάλαφρη. Όμως ακόμα και τώρα, στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, είχα την εικόνα του Έντουαρντ. Δεν το άντεχα αυτό. Είναι δυνατόν να κάνω έρωτα με τον άνθρωπο που αγαπούσα και να σκέφτομαι κάποιον σχεδόν άγνωστο; Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ειδικά τώρα, που υποστήριζα ότι ο Ντέιμον μου είχε λείψει τόσο.
Καταραμένε, Έντουαρντ Κάλλεν!
Ήθελα να παραδοθώ τελείως στον Ντέιμον. Να ξεχάσω πως είχα γνωρίσει ποτέ τον Έντουαρντ και να χαρίσω στον αγαπημένο μου απόλαυση. Τράβηξα το κεφάλι μου προς τα πίσω και άφησα να μου ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό. Έπρεπε να του δείξω πως τον ήθελα. Όχι, τον άλλον.
‘Μη σταματάς’, τον παρακάλεσα κλαψουρίζοντας.
‘Ποτέ’, μου υποσχέθηκε σφίγγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση μου. Κούνησα τους γοφούς μου συναντώντας τον.
Οι κινήσεις του στα βάθη μου ήταν γρήγορες καθώς ρίγη διαπερνούσαν το κορμί μου. Και σε κάθε αναστεναγμό, σε κάθε μικρή κραυγή που έβγαινε από το στήθος μου, εμφανιζόταν μπροστά μου ο Έντουαρντ. Άλλοτε με το χαλαρό χαμόγελό του και άλλοτε με το περίεργο βλέμμα του.
Τελείωσε μέσα μου, προσπαθώντας να ανασάνει και άφησε το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου, χαλαρώνοντας το κράτημά του γύρω μου και τους μύες του.
‘Μπέλλα’, ψέλλισε σαν να μην ήξερε τι άλλο να πει. Με έκλεισε στην αγκαλιά του και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μπλεγμένα μαλλιά μου. Έκλεισα τα μάτια μου ενώ προσπάθησα να επαναφέρω τους χτύπους της καρδιάς μου στον κανονικό τους ρυθμό.
‘Ντέιμον... Σ’αγαπώ’, ψιθύρισα γεμάτη φόβο και απελπισία. Έπρεπε να το πω, να το εννοώ.
Τα μάτια του πλάτυναν και το σοκ ήταν ευδιάκριτο μέσα τους. ‘Τι;’
‘Δεν μπορούσα να το κρατάω άλλο μέσα μου’, του εξομολογήθηκα και σκέπασα τα μάτια μου με την παλάμη μου. Όμως γιατί δεν ένιωθα σίγουρη γι’αυτό που του έλεγα;
Δεν μίλησε. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στον χώρο που βρισκόμασταν για λίγες στιγμές, ψάχνοντας να βρει τι να πει. ‘Μπέλλα, γιατί μου το κάνεις αυτό;’, με ρώτησε με άγρια έκφραση.
‘Νόμιζα πως το ήξερες ήδη. Μετά από τόσο καιρό που ήμασταν μαζί πριν χωρίσουμε. Και τώρα ακόμα, στο έδειχνα’, εξηγήθηκα.
‘Δεν είναι δυνατόν να με αγαπάς!’, φώναξε.
‘Είναι.’. Τον κοίταξα υπομονετικά. Ίσως χρειαζόταν χρόνο για να το συνειδητοποιήσει. Εκείνος δεν ένιωθε το ίδιο; Άρχισα να πανικοβάλλομαι.
‘Μπέλλα, για μένα δεν είναι έτσι τα πράγματα’, παραδέχτηκε.
‘Μα... Μου είχες πει πως είμαι η γυναίκα της ζωής σου’, του υπενθύμισα καθώς η φωνή μου γινόταν όλο και πιο ψηλή.
‘Είσαι. Απλά, πρέπει να μου δώσεις λίγο χρόνο’, με παρακάλεσε και έφτιαξε με τα χέρια του τα ανάκατα μαλλιά του. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Αναστέναξε, απομακρύνθηκε από μένα και έσκυψε για να φτάσει τα ρούχα του που ήταν ριγμένα στο πάτωμα.
‘Ντύσου’, διέταξε γρήγορα κι εγώ υπάκουσα. Ένιωθα προδομένη. Αλλά γνωρίζοντας καλά τον χαρακτήρα του, αποφάσισα να το αφήσω ως έχει και να μην πω τίποτα παραπάνω. Θα έβλεπα στην πορεία πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα.
Ντυθήκαμε και οι δύο και ο Ντέιμον άρπαξε ένα μπουκάλι ουίσκι από την συλλογή του γραφείου του. Γέμισε τέσσερα δάχτυλά σ’ένα ποτήρι και το ήπιε μονορούφι, κλείνοντας τα μάτια του από την ευχαρίστηση. Ήξερα από παλιά πόσο του άρεζε να πίνει.
‘Αύριο είμαστε καλεσμένοι σ’ένα τραπέζι από την αδερφή μου’, είπε ξαφνικά, χωρίς χρώμα στην φωνή του. Έκανε μια απλή δήλωση.
‘Ω. Ποιοι θα είναι;’, ρώτησα για να ανοίξω κουβέντα και να μην επαναληφθεί η προηγούμενη άβολη σιωπή.
‘Εμείς οι τρεις.’, μουρμούρισε καθώς ξαναγέμισε το ποτήρι του και συνέχισε. ‘Λοιπόν; Πως πέρασες με τον Έντουαρντ’, ρώτησε ψυχρά.
Ανασήκωσα το ένα μου φρύδι και τον κοίταξα επιβλητικά. ‘Λες και δεν ξέρεις’, ρουθούνισα.
‘Σου φέρθηκε καλά;’. Έγινε πιο σοβαρός απ’ότι πριν.
‘Ναι, θα μπορούσα να πω’, είπα σκεφτόμενη την στιγμή που μου είπε πως με ήθελε. Καθίκι!
‘Δεν σε πιστεύω’, ξεστόμισε αυτόματα.
Ξεφύσησα. ‘Ήταν πάλι παράξενος’.
Έγνεψε σαν να ήταν σίγουρος πως αυτό θα έλεγα.
‘Αλήθεια, τα πάτε καλά ως καλύτεροι φίλοι;’, αναρωτήθηκα περιμένοντας να πάρω μερικές απαντήσεις. Δεν γινόταν δύο καλοί φίλοι να συμπεριφέρονταν με τέτοιο τρόπο.
‘Ναι, απλά τελευταία, υπάρχουν κάποιες παρεξηγήσεις’. Το ύφος του ήταν συγκρατημένο. Προσπαθούσε να μου κρύψει τα συναισθήματά του.
‘Δεν φαίνεται να τα πάτε καλά’, προσπάθησα να τον κάνω να το παραδεχτεί.
‘Δεν φταίω εγώ γι’αυτό’, αμύνθηκε αμέσως, νευριάζοντας.
‘Τότε γιατί τον έφερες στην εταιρεία;’, τον προκάλεσα.
‘Γιατί η Έμιλυ μου το ζήτησε. Ξέρεις πως δεν μπορώ να της χαλάσω χατίρι. Πάντα βρίσκει τρόπο να με πείθει’, λύγισε απρόθυμα.
‘Τι σχέση έχει η Έμιλυ με τον Έντουαρντ;’, ρώτησα με προσποιητή περιέργεια. Ήξερά πολύ καλά πως η Έμιλυ ενδιαφερόταν για εκείνον. Και αυτό για κάποιον ανεξήγητο λόγο με ενοχλούσε.
Στριφογύρισε τα μάτια του ειρωνικά. ‘Από μικρή προσπαθεί να τον «κατακτήσει», υποθέτω. Και τον «προσέχει»’. Η φωνή του είχε έναν πειραχτικό τόνο. Αυτή του η δήλωση, έκανε την πραγματικότητα πιο αληθινή για μένα. Προσπάθησα να μην του δείξω την αλλαγή των συναισθημάτων μου.
‘Τέλος πάντων, να ξέρεις αύριο στις πέντε το απόγευμα θα περάσω να σε πάρω’. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα όρεξη να ξαναβγώ μετά το χθεσινό δείπνο.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
‘Ρόζαλι, σιγά το πράγμα. Δεν είναι πως θα τον παντρευτώ κιόλας’.
Από παλιά η Ρόζαλι μισούσε τον Ντέιμον. Υποστήριζε πως μπορούσε να καταλάβει από την πρώτη ματιά εάν κάποιο άτομο ήταν άξιο εμπιστοσύνης ή όχι. Όταν είχα χωρίσει με τον Ντέιμον, η Ρόζαλι είχε γίνει έξαλλη με το που έμαθε τον λόγο. Μάλιστα, πήγε στο σπίτι του δημιουργώντας καυγά.
Μπορούσα να την καταλάβω ως ένα σημείο. Ήταν πολύ προστατευτική με τα άτομα που αγαπούσε και γινόταν άλλος άνθρωπος όταν κάποιος τα πλήγωνε. Κάποιος που θα την έβλεπε για πρώτη φορά θα μπορούσε να την αποκαλέσει σκύλα, με το υπεροπτικό και βλοσυρό ύφος της και την προειδοποιητική φωνή της. Όμως κατά βάθος, απλά προστάτευε τον εαυτό της και τους γύρω της. Αυτή όμως την φόρα, η Ρόζαλι δεν είχε καμία θέση στην σχέση μου με τον Ντέιμον.
Έβαλε τα χέρια της στα πλευρά της κοιτάζοντάς με μέσα από μισόκλειστα μάτια. ‘Είσαι τρελή; Αυτός ο άνθρωπος σε απάτησε και τώρα τον δέχεσαι πίσω σαν να μην συνέβη τίποτα;’, φώναξε εκνευρισμένη.
‘Τότε ήταν μπερδεμένο. Δεν ήμασταν ακριβώς μαζί. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα’, προσπάθησα να της εξηγήσω χωρίς να υψώσω τον τόνο της φωνής μου, γιατί εάν το έκανα, τα πράγματα θα γινόντουσαν πολύ χειρότερα ανάμεσά μας.
‘Κι επειδή δηλαδή δεν είχατε σχέση, σημαίνει πως μπορεί να πηγαίνει με δύο και τρεις ταυτόχρονα; Καταλαβαίνεις πως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι τζέντλεμαν; Δεν σου αξίζει!’, τώρα τσίριξε.
‘Κι εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις πως τον αγαπάω;’, ξεφώνισα δυνατά. ‘Δεν είμαι μικρό παιδί για να μου λέτε όλοι σας τι πρέπει να κάνω και τι όχι’. Κοίταξα γύρω μου τον Έμετ, τον Τζάσπερ και την Άλις που μας παρακολουθούσαν τόση ώρα σιωπηλοί. Ο Έμετ είχε ήδη προσπαθήσει πριν να με πείσει να παρατήσω τον Ντέιμον, αλλά ο γλυκός του τόνος δεν άλλαξε τίποτα. Έτσι, η Ρόζαλι αποφάσισε να αναλάβει. Όμως έπρεπε να ξέρουν πως κανένας δεν θα με έπαιρνε μακριά από τον Ντέιμον, σε καμία περίπτωση.
Η Ρόζαλι έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ελέγξει τα νεύρα της και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. Άνοιξε ξανά τα μάτια της και με κοίταξε πιο ήρεμα.
‘Εγώ ό,τι είχα να σου, Μπέλλα, στο είπα. Μην νομίζεις πως στα λέω όλα αυτά επειδή θέλω να σε ελέγξω ή κάτι τέτοιο. Είσαι η αδερφή του Έμετ και σ’αγαπάω σαν δική μου αδελφή. Γι’αυτό θέλω να σε βοηθήσω να καταλάβεις πως αυτό ο άντρας είναι ανώριμος και κάποια στιγμή θα σε πληγώσει’, δήλωσε και κάθισε στον καναπέ μου, δίπλα στον Έμετ.
‘Μπέλλα, τουλάχιστον να έχεις τα λόγια της Ρόζαλι στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. Δεν είναι κακό’, με συμβούλεψε μαλακά ο Τζάσπερ. Πάντα ο ήρεμος και λογικός της παρέας.
‘Παιδιά, είπατε την γνώμη σας. Σεβαστή. Αλλά εγώ τον Ντέιμον τον αγαπάω και περνάω καλά μαζί του. Και πιστέψτε με, έχει αλλάξει’, τους είπα σταθερά.
‘Αγύριστο κεφάλι’, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Έμετ και αναστέναξε ηττημένος.
‘Αναρωτιέμαι από πού το πήρα το πείσμα, Έμετ’. Τον κοίταξα δεικτικά.
‘Μπέλλα, απλά θέλουμε το καλό σου’, είπε πληγωμένος. Ήξερα πόσο πολύ αδυναμία μου είχε και ότι και να μου συνέβαινε, πάντα μου παραστεκόταν.
‘Το καλό μου το ξέρω εγώ, καλύτερα από σας’, πείσμωσα και τελείωσα εκεί την κουβέντα.
Το υπόλοιπο απόγευμα πέρασε πιο χαρούμενα και χαλαρά, με καμία αναφορά στον Ντέιμον. Αποφασίσαμε όλοι πως θα μέναμε στο διαμέρισμά μου, βλέποντας μια ταινία και δειπνώντας. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι να είμαι με τα αδέρφια μου και τους δύο καλύτερούς μου φίλους. Η ώρα κυλούσε γρήγορα με τα αστεία και τα πειράγματα του Έμετ, τις σπόντες της Ρόζαλι και την φλυαρία της Άλις. Εγώ και ο Τζάσπερ είμασταν οι δύο πιο ντροπαλοί και σιωπηλοί. Αλλά καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον. Είχαμε μια είδους σιωπηλή συνομιλία κάθε φορά που τον έβλεπα.
Είχε φτάσει η ώρα να φύγουν κι εγώ ανυπομονούσα για την στιγμή που θα βρισκόμουν μόνη μου στο κρεβάτι μου για να σκεφτώ. Αποχαιρετιστήκαμε και μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω μου, άρχισα να μαζεύω τα πιάτα και τα ποτήρια από το τραπέζι και να τακτοποιώ το σαλόνι μου.
Πτώμα από την κούραση όπως ήμουν, ούτε να πλύνω τα δόντια μου δεν άντεξα. Έβαλα γρήγορα όποια πιτζάμα βρήκα μπροστά μου και κουλουριάστηκα κάτω από το πάπλωμα. Αναστέναξα ευχαριστημένη, έκλεισα τα μάτια μου και σιγά σιγά, οι σκέψεις που είχα θάψει μέσα μου κατά την διάρκεια της ημέρας, ανέβηκαν στην επιφάνεια.
Το πρώτο θέμα που με απασχολούσε φυσικά, ήταν ο Έντουαρντ. Πρώτον, δεν θα τον άφηνα να έχει το πάνω χέρι. Εγώ κάνω κουμάντο. Δεύτερον, θα γινόμουν κακιά μαζί του. Και τρίτον, θα τον ξετρέλαινα. Δεν ήξερα γιατί, αλλά ήθελα να τον τρελάνω με την παρουσία μου. Δεν επρόκειτο όμως ποτέ να υποκύψω στην ομορφιά του. Απλά, δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να τον θαυμάσω.
Ύστερα, ήταν ο Ντέιμον. Μετά από χρόνια ξανακάναμε έρωτα, κι εκείνος φέρθηκε πολύ τυπικά και ψυχρά. Σαν αυτό που κάναμε, να ήταν κάτι δεδομένο γι’αυτόν. Και ειδικά όταν του είπα πως τον αγαπάω, φαινόταν σαν να μην ήθελε να το ακούσει. Γιατί στο διάολο χρειαζόταν παραπάνω χρόνο για να με αγαπήσει;
Ούτε κι εσύ είσαι εντάξει, Μπέλλα, μου υπενθύμισε μια φωνή μέσα μου. Δεν τον αγαπάς πραγματικά.
Σ’αυτά τα τελευταία λόγια, άνοιξα απότομα τα μάτια μου κοιτάζοντας το ταβάνι έντρομη.
Τον αγαπάω!, φώναξα από μέσα μου, ξαναέκλεισα τα μάτια μου και άφησα τον ύπνο να με πάρει.
ma gt den to sunexizeis????????????einai adikooooooooo
ΑπάντησηΔιαγραφήΚρίμα που το σταμάτησες.Ήταν πολύ ωραίο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή