Στον έρωτα μη ζητάτε το “ναι” από τα χείλη των γυναικών, αλλά από τα μάτια τους. Οι γυναίκες θέλουν να τις μαντεύετε χωρίς αυτές να το ομολογούν. Ρομπέρ ντε Φλερ
Δίλλημα
Δίλλημα
Κεφάλαιο 2ο
'Απλή σύμπτωση'
Μπέλλα
Είναι δυνατόν να είμαι τόσο ηλίθια για να πέσω πάνω στο άτομο που προσπαθώ να αγνοήσω εδώ και περίπου μισή ώρα; Πάντα ήξερα πως δεν είχα την τύχη με το μέρος μου, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα έφτανα σε τέτοιο σημείο. Και το χειρότερο; Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά τα μπράτσα μου, προσπαθώντας να με σταθεροποιήσουν. Το άγγιγμά του μου προκαλούσε μια περίεργη αίσθηση γαλήνης και ασφάλειας. Με έκανε να ανατριχιάζω καθώς τα δυνατά του δάχτυλα ακουμπούσαν το γυμνό δέρμα των χεριών μου.
Η μυρωδιά του έφτανε σαν σύννεφο μπροστά στο πρόσωπό μου. Δεν ήταν κολόνια. Απλά η μοναδική προσωπική του μυρωδιά. Μύριζα και κάτι άλλο. Τσιγάρο; Κρασί; Όπως και να’χε, το άρωμά του θόλωνε τον νου μου.
Τα μάτια του, με κοιτούσαν με την ίδια ένταση όπως και πριν, μόνο που το σοκ είχε εξαφανιστεί. Με περιεργαζόταν από πάνω ως κάτω, όχι με πρόστυχο τρόπο, αλλά σαν να μην πίστευε πως βρισκόμουν δίπλα του. Και όταν κάρφωσε τα μάτια του μέσα στα δικά μου, είδα συναίσθημα εκεί. Όχι σαν να ήμουν μια απλή ξένη γι’αυτόν. Τι στο καλό γινόταν;
Και πάνω απ’όλα, γιατί ένιωθα έτσι; Γιατί η καρδιά μου και το σώμα μου δεν δούλευαν ταυτόχρονα με το μυαλό μου; Έπρεπε να εξαφανιστώ από μπροστά του, και μάλιστα γρήγορα. Όμως γιατί η καρδιά μου μού ψιθύριζε πως έπρεπε να μείνω για πάντα εδώ και γιατί το σώμα μου ανταποκρινόταν στο άγγιγμά του; Μόνο ο Ντέιμον δεν έκανε το σώμα μου να φλέγεται; Ναι, μόνο ο Ντέιμον, κανένας άλλος.
Έσκυψα το κεφάλι μου γεμάτη αμηχανία και έβαλα λίγη απόσταση ανάμεσά μας. Επιτέλους, τα χέρια του έπεσαν και συνοφρυώθηκε.
‘Σ’ευχαριστώ’, ψέλλισα με το κεφάλι μου ακόμα σκυμμένο.
‘Για ποιο πράγμα;’, ρώτησε χαμηλόφωνα, μπερδεμένος.
‘Π-Που με κράτησες, φυσικά’, τραύλισα και σήκωσα στιγμιαία το πρόσωπό μου για να τον κοιτάξω. Στα χείλη του είχε διαμορφωθεί ένα πολύ αδρό χαμόγελο. Και αμέσως μόλις αντιλήφθηκε πως τα μάτια μου ήταν εστιασμένα στο πρόσωπό του, σοβάρεψε ξανά.
‘Εμμ... Κανένα πρόβλημα’. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του γέρνοντας προς τα μπροστά. Τα χείλη του άνοιξαν ακόμα μια φορά για να πει κάτι, αλλά τα έκλεισε.
Δεν θα άντεχα για πολύ ακόμα αυτή την αμηχανία. ‘Καλύτερα να γυρίσω στο τραπέζι’, ψιθύρισα γρήγορα και τον προσπέρασα.
Ένα χέρι πάλι με άρπαξε από το ένα μου μπράτσο και με γύρισε. ‘Μπελίσια, περίμενε’. Η φωνή του έτρεμε και στα μάτια του υπήρχε φόβος. Μπελίσια;
‘Δεν με λένε Μπελίσια’, ξέσπασα με αγένεια, χωρίς να ξέρω τον λόγο. Γιατί στο διάολο με έλεγε Μπελίσια;
Τα φρύδια του ενώθηκαν πάνω από την μύτη του.‘Συγγνώμη, Μπέλλα ήθελα να πω’, άφησε ελεύθερο το μπράτσο μου. Ήταν σαν να παραδινόταν, κατά κάποιον τρόπο. Τα χέρια του χώθηκαν ξανά στις τσέπες του. Από κείνη την στιγμή, φοβόταν να με κοιτάξει κατάματα.
‘Με συγχωρείς’. Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από κοντά του για να επιστρέψω στον Ντέιμον. Ήθελα να είμαστε μόνοι μας, να ξεχάσω τα πάντα και να με κάνει δική του κυριολεκτικά. Είχα αναστατωθεί και δεν γνώριζα καν τον λόγο.
‘Δεν άργησα, έτσι;’, χαμογέλασα καθώς κάθισα στην καρέκλα μου.
‘Καθόλου, μωρό μου’, απάντησε ο Ντέιμον και τοποθέτησε την παλάμη του πάνω στον μηρό μου, χαϊδεύοντας απαλά το σημείο. Τώρα τον ήθελα ακόμα πιο πολύ.
Ήπια λίγο από το κρασί μου προσπαθώντας να χαλαρώσω. Ήμουν σίγουρη πως ο Ντέιμον υποψιαζόταν πως κάτι συνέβαινε με μένα. Το θέμα ήταν τι θα του έλεγα. Αποφάσισα πως θα του έδινα αυτό που ήθελε, την αλήθεια.
Συνέχισα την συζήτηση με την Έμιλυ και τις υπόλοιπες κοπέλες, μέχρι την στιγμή που ο Έντουαρντ κάθισε πάλι στο τραπέζι μας. Το βλέμμα του δεν ξεκολλούσε από πάνω μου, όπως και πριν. Αυτό όμως το πρόσεξε αυτή την φορά και ο Ντέιμον, που έβαλε κτητικά το χέρι του πίσω από την πλάτη της καρέκλας μου. Οι δύο τους αντάλλαξαν μερικές προειδοποιητικές ματιές και ύστερα ο Ντέιμον συνέχισε να παίζει τον ρόλο του. Εγώ ένιωθα ξανά πως πνιγόμουν. Τα μάγουλά μου είχαν πάρει φωτιά και ιδρώτας κατρακυλούσε στην σπονδυλική μου στήλη. Αυτό το βλέμμα, γαμώτο...
Ξαφνικά, άκουσα ένα μουσικό κομμάτι. Λίγα μέτρια πιο πέρα, είχε στηθεί μια μικρή ορχήστρα με πιάνο, τσέλο, βιολιά και ακορντεόν. Έπαιζαν ένα τάνγκο.
Τότε, από δίπλα μου ο Ντέιμον σηκώθηκε όρθιος και μου έτεινε το χέρι του, με την παλάμη του ανοιχτή προς τα πάνω. Ήθελε να χορέψουμε.
‘Είσαι σοβαρός;’, του ψιθύρισα σοκαρισμένη. Όσο και να είχα αλλάξει, σίγουρα η αδεξιότητά μου είχε παραμείνει ίδια. Μπορούσα να χορέψω κάτι ελεύθερο, αλλά τάνγκο; Είχε κάποια συγκεκριμένα βήματα και σίγουρα αυτό ήταν υπερβολικό για μένα.
‘Απολύτως σοβαρός’, είπε προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό του. Η παλάμη του ήταν ακόμα ανοιχτή για μένα.
Τρέμοντας, έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του και στάθηκα όρθια απέναντί του. Μου έκλεισε το μάτι και με οδήγησε μπροστά στην ορχήστρα, όπου εκείνος ο χώρος ήταν άδειος από τραπέζια. Φευγαλέα, τα μάτια μου έτρεξαν προς το μέρος του Έντουαρντ που μας κοιτούσε λες και ήθελε να με αρπάξει και να φύγουμε. Τα μάτια του άνοιγαν τρύπες στην πλάτη του Ντέιμον. Για ποιον γαμημένο λόγο όμως;
Συγκεντρώθηκα στον Ντέιμον, μην παίρνοντας τα μάτια μου από τα δικά του. Έφερε το δεξί του χέρι στην μέση μου και με το αριστερό του, έπιασε το δικό μου δεξί. Το άλλο ελεύθερο χέρι μου ακούμπησε απαλά τον ώμο του. Πήρα μια βαθιά ανάσα και αμέσως ο Ντέιμον άρχισε να κουνάει τα σώματά μας. Χόρευε εξαιρετικά καλά και το στήσιμο του σώματός του ήταν πολύ σωστό. Ίσιος κορμός και κοφτές κινήσεις. Προσπάθησα να τον αντιγράψω. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, άρχισα να μπαίνω στο κλίμα και τα βήματα μου έβγαιναν με το ένστικτο. Έπρεπε να το παραδεχτώ, το διασκέδαζα.
Ο Ντέιμον σιγά σιγά άρχισε να χορεύει με όλο και πιο πολλή χάρη, με όλο και πιο πολλά κόλπα των ποδιών. Που τα ήξερε όλα αυτά; Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Με καθοδηγούσε άψογα ενώ μερικές στροφές και τινάγματα δεν έλλειπαν. Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να ακουμπάω με την πλάτη μου το στέρνο του. Τα χέρια του σύρθηκαν από τα πλευρά μου ως την χαμηλή μου μέση. Έκλεισα τα μάτια μου, απολαμβάνοντας την αίσθηση των χεριών του που κυρίευαν το κορμί μου και έβαλα τα χέρια μου πάνω στα δικά του, θέλοντας να τα συγκρατήσω εκεί.
Δεν έδινα καμία σημασία στον κόσμο γύρω μας. Ήθελα στο μυαλό μου να υπάρχει μόνο ο Ντέιμον. Η μουσική με είχε μαγέψει, κάνοντας το κορμί μου να υπακούει σε αυτή. Ένιωθα σκλαβωμένη και απελευθερωμένη ταυτόχρονα. Στο τέλος του κομματιού, τίναξα το κεφάλι μου προς τα πίσω, σαν να δημιουργούσα μια γέφυρα με το σώμα μου κι εκείνος έφερε το δικό του σώμα από πάνω μου, αναπνέοντας γρήγορα. Γέλασα μέσα από τα δόντια μου και σηκώθηκα στο ύψος μου.
Ο κόσμος χειροκρότησε ενώ εμείς γελούσαμε. Δεν μπορούσα να μην κοιτάξω προς το τραπέζι μας. Η Έμιλυ χειροκροτούσε ενθουσιασμένη μαζί με την Βικτόρια και τους υπόλοιπους. Ο Έντουαρντ χτύπησε τα χέρια του μόνο δύο φορές και άδειασε γρήγορα το ποτήρι με το κρασί του. Ήταν πολύ εκνευρισμένος. Ο καθένας θα μπορούσε να το καταλάβει.
Καθώς συνέχιζαν τα χειροκροτήματα και οι φωνές, η Έμιλυ σηκώθηκε από την θέση της και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του Έντουαρντ. Με ναζιάρικες κινήσεις, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του. Ο Έντουαρντ έδειχνε να ήθελε να αποτραβηχτεί μακριά της, αλλά παρέμεινε στην θέση του. Εκείνη τότε άφησε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλό του και ξαναγύρισε στην θέση της. Τα μάτια του Έντουαρντ είχαν παραμείνει προς το μέρος μας όλη την ώρα. Ήθελα να κάνω εμετό.
‘Ήσουν καταπληκτική’, ψιθύρισε στο αυτί μου ο Ντέιμον και με φίλησε στο στόμα. Τότε τα χειροκροτήματα έγιναν πιο δυνατά και ακούστηκαν σφυρίγματα και σχόλια γεμάτα υπονοούμενο.
Βηματίσαμε ξανά μέχρι το τραπέζι. Τα μάτια του Έντουαρντ κοιτούσαν βλοσυρά προς τον Ντέιμον. Και όταν έπεσαν πάνω μου, η προσμονή και η μελαγχολία ήταν ευδιάκριτη μέσα τους. Η λύπη όμως ήταν το κύριο συναίσθημα που πρόδιδαν τα μάτια του.
‘Είστε ένα τόσο ταιριαστό ζευγάρι!’, μας είπε η Έμιλυ. ‘Δεν συμφωνείς Έντουαρντ;’, απευθύνθηκε ύστερα σ’εκείνον μ’ένα γλυκό χαμόγελο και μια αυτάρεσκη έκφραση.
Τα μάτια του Έντουαρντ σκοτείνιασαν ακόμα πιο πολύ. ‘Βέβαια’, αποκρίθηκε εκείνος ξερά και με αγένεια.
Η βραδιά συνεχίστηκε με γέλια, διάφορες συζητήσεις, καλό φαγητό και μπόλικο κόκκινο κρασί. Ο Έντουαρντ εξακολούθησε να είναι απόμακρος και αγενής χωρίς λόγο. Κάτι συνέβαινε με αυτό τον μυστήριο άντρα, και θα το μάθαινα αργά ή γρήγορα.
Θα καταλάβω τι κρύβεις Έντουαρντ Κάλλεν. Μπορώ να στο υποσχεθώ αυτό, συλλογίστηκα από μέσα μου και χαμογέλασα πονηρά, για πρώτη φορά προς το μέρος του Έντουαρντ.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
‘Λοιπόν; Πως σου φάνηκαν οι φίλοι μου;’. Ο Ντέιμον έπιασε με το ελέυθερό του χέρι το δικό μου και με το άλλο οδηγούσε.
‘Ήταν όλοι... Πολύ καλοί και ευγενικοί μαζί μου. Και χάρηκα που ξαναείδα την Έμιλυ μετά από τόσο καιρό’.
‘Ναι, η αλήθεια είναι πως και αυτή χάρηκε που σε είδε’, με πληροφόρησε ο Ντέιμον κάνοντας κύκλους με τον αντίχειρά του στο χέρι μου.
‘Μόνο που...’, σταμάτησα να μιλάω γιατί δεν ήξερα εάν θα έπρεπε να φέρω στην επιφάνεια το θέμα ονόματι Έντουαρντ Κάλλεν.
‘Μόνο που;’, με παρότρυνε ο Ντέιμον.
‘Να... Ο Έντουαρντ Κάλλεν φάνηκε σαν να έχει κάτι μαζί μου’, του εξήγησα διστακτικά.
Τα μάτια του στένεψαν. ‘Δηλαδή;’, ρώτησε, ξαφνικά με πολύ χαμηλή φωνή, αν και ήμουν σίγουρη πως καταλάβαινε ακριβώς τι ήθελα να πω.
‘Πραγματικά, δεν ξέρω... Με κοιτούσε παράξενα, επίμονα. Και όταν τον συνάντησα στην τουαλέτα-’, πήγα να πω αλλά ο Ντέιμον με διέκοψε.
‘Τον συνάντησες στην τουαλέτα;’. Φαινόταν εξοργισμένος. Δεν είχα ξαναδεί τον Ντέιμον έτσι. Το χέρι του κρατούσε το δικό μου με τόση δύναμη που άρχισα να πονάω. Τα μάτια του, δύο μικρές σχισμές που θα νόμιζε κανείς πως θα σκότωναν κάποιον που θα τον κοίταζε.
‘Ναι’, τραύλισα. ‘Βασικά όχι στην τουαλέτα. Έξω από την τουαλέτα, την ώρα που ερχόμουν σε σας’, διόρθωσα.
‘Και τι σου είπε;’, απαίτησε με σταθερή αλλά παγωμένη φωνή.
‘Δεν μου είπε τίποτα συγκεκριμένο. Απλά, έπεσα πάνω του καταλάθος - ξέρεις πως είμαι όταν το μυαλό μου πετάει στα σύννεφα - και εκείνος με κράτησε’, είδα τους μύες στον λαιμό του να τεντώνονται, ‘Και μετά... Με φώναξε με το όνομα Μπελίσια’. Δάγκωσα τα χείλη μου, περιμένοντας την αντίδρασή του.
‘Το ήξερα πως θα έκανε βλακεία’, τον άκουσα τα ψιθυρίζει. Ίσα ίσα που μπόρεσα να πιάσω τι έλεγε. Άφησε το χέρι μου κι έπιασε με ατσάλινο κράτημα το τιμόνι, καθώς κοιτούσε σαν να ήθελε να δώσει μπουνιά σε κάτι, έξω από το παράθυρο.
‘Με μπέρδεψε μήπως με κάποια;’, τον ρώτησα μπερδεμένη. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρω πια ικανοποιητική απάντηση. Αλλιώς αυτό το θέμα θα με έτρωγε από το πρωί ως το βράδυ.
Έκανε έναν μορφασμό και τα φρύδια του έσμιξαν σαν να πάσχιζε να βρει μια καλή απάντηση. ‘Δεν είναι έτσι ακριβώς’.
‘Τότε; Πως είναι;’, τον ειρωνεύτηκα.
Ξεφύσησε. ‘Του θυμίζεις μια γυναίκα από το παρελθόν του’, αποφάσισε να μου πει.
Πριν καλά καλά το σκεφτώ, ξεστόμισα: ‘Ποια;’.
Κούνησε δεξιά και αριστερά το κεφάλι του αφότου πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του - μια κίνηση, που παρατήρησα αρκετές φορές να την κάνει και ο Έντουαρντ. ‘Κοίτα, ο Έντουαρντ Κάλλεν είναι ο καλύτερός μου φίλος. Τον γνωρίζω από μικρό παιδί και δεν μπορώ να τον προδώσω. Αυτή είναι δική του ιστορία’. Ήταν λες και μιλούσα σε έναν διαφορετικό Ντέιμον. Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αλλάξει τόσο πολύ; Ο Ντέιμον που γνώριζα στην αρχή, δεν θα νοιαζόταν καθόλου για το εάν θα αποκάλυπτε ένα μυστικό, ακόμα κι αν αυτό ήταν του καλύτερού του φίλου.
‘Δεν μου τον έχεις αναφέρει ποτέ’, παρατήρησα.
‘Τον είχα γνωρίσει πίσω στην Ιταλία. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια είχε κλειστεί στον εαυτό του’.
‘Α’.
Το πρόσωπό του όμως, από κει που δεν το περίμενα, φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. ‘Μην ανησυχείς όμως, αγάπη μου. Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με αυτή την γυναίκα’, με βεβαίωσε και ύστερα πρόσθεσε ψιθυρίζοντας: ‘Τουλάχιστον αυτό θα τον κάνω να πιστέψει. Δεν πρόκειται να σε πάρει από μένα’.
Ένιωσα μια ανατριχίλα όταν άκουσα τα τελευταία του λόγια αλλά σώπασα. Το μυαλό μου όλο στοίχειωνε η εικόνα του Έντουαρντ και πραγματικά κόντευα να τρελαθώ. Έβλεπα μπροστά μου τις πράσινες ίριδές του, το πρόσωπό του, τα πάντα. Έκλεισα τα μάτια μου και έτριψα τους κροτάφους μου, προσπαθώντας κάπως να σταματήσω τις συνεχείς εικόνες που ερχόντουσαν στο μυαλό μου.
Φτάσαμε στο διαμέρισμά μου.
‘Καληνύχτα, μωρό μου’. Έσκυψε και με φίλησε. Αλλά εγώ είχα άλλες διαθέσεις. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και κράτησα το πρόσωπό του κολλημένο στο δικό μου. Δεν ήξερα γιατί, αλλά ήθελα να ξεχάσω τα πάντα εκείνη τη στιγμή, εκτός από τον Ντέιμον.
Απαλλαγμένη από κάθε σωστή και λογική σκέψη, έχωσα την γλώσσα μου μέσα στο στόμα του και τον φίλησα με πάθος. Ένιωσα τα χέρια του πάνω στα στήθη μου, στον λαιμό μου, καθώς εκείνος ανταποκρινόταν στο κάλεσμά μου. Οι ανάσες μας, συγχρονισμένες αλλά παράλληλα ακανόνιστες. Πάνω όμως που τα ξέχασα όλα, μ’ένα κλικ του μυαλού μου, όλα επανήλθαν. Το πρόσωπο του Έντουαρντ επέστρεψε στην μνήμη μου και έχασα την αίσθηση του χρόνου, του τόπου και του τι έκανα.
Απομακρύνθηκα από τον Ντέιμον όσο πιο ήρεμα μπορούσα για να μην καταλάβει πως κάτι πήγαινε στραβά με μένα.
‘Συμβαίνει κάτι;’, ρώτησε χαμηλόφωνα με ανήσυχη φωνή. Χάιδεψε το μάγουλό μου.
‘Όχι. Απλά είμαι κουρασμένη και ήπια και λίγο παραπάνω’, δικαιολογήθηκα την ώρα που έγειρα το κεφάλι μου προς το χέρι του.
‘Σίγουρα δεν θέλεις να συνεχίσουμε;’. Έβρισκα στα μάτια του την επιθυμία να προχωρήσουμε.
‘Καλύτερα, όχι σήμερα’, του απάντησα μ’ένα ήρεμο χαμόγελο.
Η απογοήτευση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του αλλά έκανε πίσω. ‘Εντάξει’.
‘Δεν θέλω να πιστεύεις πως δεν σε θέλω, ή τίποτα τέτοιο’, έσπευσα να δικαιολογηθώ ξανά.
‘Όχι, δεν πέρασε ούτε για μια στιγμή αυτό από το μυαλό μου. Απλά, μέσα σε λίγες ώρες, φαίνεσαι αλλαγμένη’. Περιεργάστηκε το πρόσωπό μου.
‘Είμαι κουρασμένη, απλώς’.
‘Εντάξει. Το δέχομαι. Ελπίζω να είσαι καλύτερα αύριο στην δουλειά’.
Βγήκα από το αμάξι αφότου τον καληνύχτισα μ’ένα ακόμα φιλί και έτρεξα προς την είσοδο. Στην συνηθισμένη του θέση, βρισκόταν ο Φρανκ αποκοιμισμένος κι ένα σιγανό ροχαλητό ξέφευγε από τα μισάνοιχτα χείλη του. Χαχάνισα και πήρα το ασανσέρ.
Μόλις άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός μου, αντίκρισα μπροστά μου την αδελφή μου. Η Άλις λογικά θα είχε χρησιμοποιήσει το αντικλείδι για να μπει στο σπίτι. Ακόμα και μέσα στον χαμηλό φωτισμό, φαινόταν έξω φρενών. Μόλις με αντίκρισε, τα μάτια της γυάλισαν και δίπλωσε τα χέρια της στα πλευρά της, κοιτάζοντάς με σιωπηλή. Αλλά το βλέμμα της τα έλεγε όλα.
‘Γεια’, είπα χαλαρά.
Τα μάτια της μίκρυναν. ‘Αυτό είναι το μόνο που έχεις να πεις;’, ρώτησε πνιχτά. Σίγουρα δεν καταλάβαινα για τι πράγμα μιλούσε.
‘Ναι.’, της απάντησα σαν να μην συνέβαινε τίποτα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
Με πλησίασε με αργά και σταθερά βήματα. ‘Από το πρωί σε καλώ στο τηλέφωνό σου και δεν απαντούσες. Άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή σου, αλλά και πάλι δεν έλαβα κανένα τηλεφώνημα. Και όταν ήρθα στο σπίτι σου, δεν ήσουν εδώ. Σε περίμενα μέχρι τις δυόμιση τα ξημερώματα. Πες μου λίγο τι να υποθέσω’, μου φώναξε. Είχα μείνει να την κοιτάζω σαν χάνος.
‘Συγγνώμη, αλλά από πότε πρέπει να ζητάω την γνώμη σου για το τι θα κάνω;’.
‘Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αλλά αδερφή σου είμαι και ανησύχησα!’.
‘Συγγνώμη. Δεν άκουσα κανένα τηλέφωνο και δεν έλεγξα εάν είχα κάποιο μήνυμα στον τηλεφωνητή μου. Ήμουν... Απασχολημένη’.
‘Απασχολημένη’. Δεν ήταν ερώτηση.
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
‘Μπορώ να μάθω τι έκανες;’, σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.
Ρουθούνισα. ‘Νόμιζα πως εγώ ήμουν η μεγάλη σου αδελφή. Όχι το αντίθετο’, αστειεύτηκα αλλά η έκφρασή της με έκανε να σοβαρέψω ξανά. ‘Βγήκα με τον Ντέιμον’.
Δεν χαμογέλασε. ‘Χμμ... Έτσι εξηγείται η ξαφνική εξαφάνιση τελευταία.’
‘Άλις, είμαι κουρασμένη, δεν βλέπω που πατάω και που βαδίζω’, είπα παραπονιάρικα και πήγα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω.
‘Ξέρεις την γνώμη μου γι'αυτόν τον άντρα. Και σε προειδοποίησα’, μουρμούρισε απολύτως σοβαρά την ώρα που έβγαζα το φόρεμά μου.
Αναστέναξα βαριά. ‘Ξέρω. Αλλά είμαι ελεύθερη να κάνω τις δικές μου επιλογές, Άλις’, της θύμισα.
‘Εντάξει. Δεν θα επαναλαμβάνομαι.’, άρχισε να βάζει το μπουφάν της. ‘Σ’αγαπώ, Μπέλλα. Καληνύχτα’. Και έτσι, εξαφανίστηκε γρήγορα από το σπίτι. Ούτε καν ένα σ’αγαπώ δεν μπορούσα να της πω. Στην ίδια μου την αδερφή. Τι μου συνέβαινε;
Έβαλα γρήγορα την νυχτικιά μου και μπήκα κατευθείαν κάτω από το πάπλωμά μου. Σε λίγα δευτερόλεπτα, είχα ήδη κοιμηθεί.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Το σημερινό πρωινό ξύπνημα ήταν σκέτη κόλαση. Το μόνο που ήθελα ήταν να βουλιάξω πιο βαθιά στο κρεβάτι μου και να ξυπνήσω το μεσημέρι. Ευτυχώς είχα ρυθμίσει το ξυπνητήρι μου να χτυπάει όλες τις καθημερινές, αλλιώς σίγουρα δεν θα έφτανα στην δουλειά στην ώρα μου. Έβαλα ένα μαύρο κολάν με ένα μπεζ-γκρι μπλουζοφόρεμα, μία ζώνη και μπότες κοντές στιλέτο.
Ήπια γρήγορα τον καφέ μου, έφαγα κι ένα μάφιν και σφαίρα, έφυγα με το αυτοκίνητο για την δουλειά. Όταν έφτασα στα γραφεία, η Άντζελα με ειδοποίησε πως ο Ντέιμον με χρειαζόταν αμέσως. Καθώς πλησίαζα όλο και πιο πολύ στο γραφείο του, άκουγα ομιλίες από μέσα. Μιλούσε ο Ντέιμον με έναν ακόμα άντρα που η φωνή του μου φαινόταν γνωστή. Χτύπησα δειλά την πόρτα και φώναξε «περάστε». Την άνοιξα και αμέσως κοκάλωσα. Στάθηκα ακίνητη στην θέση μου, με διάπλατα μάτια και το στόμα μου μισάνοιχτο από το σοκ. Ο άντρας δίπλα στον Ντέιμον ήταν ο Έντουαρντ. Τι στο διάολο γύρευε εδώ;
‘Συγγνώμη. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Απλά η Άντζελα με ενημέρωσε πως με ζήτησες, Ντέιμον’, απολογήθηκα κοιτάζοντας μόνο τον Ντέιμον. Δεν μπορούσα να συναντήσω την ματιά του Έντουαρντ.
‘Μα τι λες; Δεν ενοχλείς, Μπέλλα. Σε φώναξα γιατί έχω να σου ανακοινώσω κάτι σημαντικό’, είπε τυπικά ο Ντέιμον. ‘Κάθισε μαζί μας’.
‘Είμαι όλη αυτιά’. Κάθισα στον καναπέ του. Δίπλα μου, σε απόσταση αναπνοής, καθόταν ο Έντουαρντ, όμως δεν του έδωσα καθόλου σημασία.
‘Λοιπόν, όπως σου ανέφερα και χθες, Μπέλλα, ο Έντουαρντ είναι ο καλύτερός μου φίλος. Είχαμε συνεργαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν, μιας και είναι ένας πολύ καλός δικηγόρος. Σήμερα ήρθε στα γραφεία μας, διότι έχει ανάγκη από δουλειά, κι εγώ σκοπεύω να του την προσφέρω’, με πληροφόρησε. Για μια ακόμα φορά, έμεινα κόκαλο. Ορίστε;
Για έναν ανεξήγητο λόγο, η φωνή του Ντέιμον δεν έδειχνε ενθουσιασμό που θα υποδεχόταν τον καλύτερό του φίλο στον χώρο εργασίας του. Ήταν σαν να υποχρεωνόταν να το κάνει.
Χωρίς να το καταλάβω, γύρισα και κοίταξα προς το μέρος του Έντουαρντ. Αυτό που είδα δεν το περίμενα. Με κοιτούσε πάλι επίμονα και αδιάκριτα, αλλά στα χείλη του είχε διαμορφωθεί ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.
‘Εμμ... Τότε, καλωσήρθες, Έντουαρντ’, ψέλλισα με δυσκολία και του έδωσα το χέρι μου. Το κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα σαν να ζύγιζε της επιλογές του και το έπιασε με το δικό του. Τα μάτια μου βυθίστηκαν μέσα στα δικά του και ηλεκτρικό ρεύμα έρευσε μέσα στις φλέβες μου. Το χέρι μου φάνταζε μικροσκοπικό μπροστά στο δικό του. Είχε μακριά, ντελικάτα δάχτυλα λες και έπαιζε πιάνο για χρόνια.
Το πράσινο των ματιών του ξαφνικά έγινε πιο σκούρο και ρευστό. Τώρα πια έβρισκα μια τρυφερότητα μέσα τους. Εκδήλωσε το χαμόγελο του καλύτερα και κούνησε αναγνωριστικά το κεφάλι του.
‘Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Ιζαμπέλλα’. Η φωνή του προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν ήρεμη και ευγενική. Έσταζε μέλι. Γιατί όμως χρησιμοποίησε το βαπτιστικό μου όνομα;
‘Κι εγώ’, ψιθύρισα και απεγκλώβισα το χέρι μου.
‘Μπέλλα, ελπίζω να μην σε πειράζει που ο Έντουαρντ για κάποιον καιρό θα δουλεύει σε μερικές υποθέσεις μαζί σου’. Η φωνή του Ντέιμον ήταν τόσο τυπική που μου έσπαγε τα νεύρα. Όμως ήξερα πως στον χώρο που βρισκόμασταν και με συνεργάτες επιπλέον, δεν θα μπορούσε να μου συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο όπως όταν είμαστε μόνοι μας.
‘Όχι, κανένα πρόβλημα’, είπα αλλά αμφιβάλλω εάν τους έπεισα. Η αλήθεια ήταν πως είχα πρόβλημα, και μάλιστα μεγάλο.
‘Ώραία. Τώρα, Μπέλλα, θα σε παρακαλούσα να δείξεις στον Έντουαρντ τις υποθέσεις για τις οποίες δουλεύεις’, μου ανέθεσε και κάθισε στην δερμάτινη καρέκλα του εξετάζοντας κάτι χαρτιά. Κάτι πήγαινε στραβά μαζί του, το ένιωθα.
Βγήκα από το γραφείο του με τον Έντουαρντ από πίσω μου. Η πλάτη μου σχεδόν ακουμπούσε το στέρνο του. Ένιωθα παράξενα. Τον οδήγησα στον δικό μου χώρο και άνοιξα τον υπολογιστή μου. Η αμηχανία υπήρχε ανάμεσά μας και κανένας μας δεν έκανε την πρώτη κίνηση για να μιλήσει. Αναγκάστηκα όμως να ανοίξω το στόμα μου για να τον κατατοπίσω.
Όλη την ώρα του εξηγούσα τις υποθέσεις και το τι σκόπευα να κάνω με αυτές, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια. Έσκυβε από πάνω μου και η αναπνοή του γαργαλούσε το μάγουλό του. Ήξερα πως εάν κουνιόμουν έστω κι ένα εκατοστό, θα ερχόμουν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. Θα ήμασταν τόσο κοντά και η ιδέα όσο με πείραζε, άλλο τόσο με εξίταρε. Τι στο διάολο;
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις υποθέσεις, αλλά πραγματικά ήταν τόσο δύσκολο. Το σώμα του ερχόταν όλο και πιο κοντά στο δικό μου. Ένιωθα την ζεστασιά που ακτινοβολούσε το κορμί του, τα μάτια του να με κοιτάζουν από πάνω ως κάτω με πόθο και τρυφερότητα μαζί. Κόπηκε η ανάσα μου. Έκλεισα τα μάτια μου. Συγκεντρώσου, Μπέλλα!
Πετάχτηκα από την καρέκλα μου, αναπνέοντας γρήγορα. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε και φώναζε για να βγει έξω από το στήθος μου. Έσκυψα το κεφάλι μου.
‘Καλύτερα... Ν-Να πάω να πω στην Άντζελα να φέρει δύο καφέδες’, τραύλισα. ‘Επιστρέφω’. Το έβαλα στα πόδια και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ. Αλλά εκείνος με έφτασε και με γύρισε με τα χέρια του, κρατώντας με από τους ώμους. Δισταχτικά, σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Φαινόταν... Πληγωμένος;
‘Γιατί με αποφεύγεις, Ιζαμπέλλα;’, απαίτησε άγρια αλλά ταυτόχρονα παρακλητικά. Πόνος στα μάτια του...
‘Ε-Εγώ... Δεν σε αποφεύγω’, είπα και έδειξα περισσότερο θάρρος. Σήκωσα το σαγόνι μου και τον κοίταξα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι. Θα το έπαιζα σκύλα. Δεν ήξερα γιατί, αλλά ήθελα να γίνω κακιά μαζί του. Αποφάσισα πως τον μισούσα. Δεν θα τον άφηνα να με κάνει ό,τι θέλει, μόνο με την παρουσία του. Στο κάτω κάτω, μόνο μια συνεργασία είχαμε. Δεν ήταν πως θα έπρεπε να τον συμπαθώ κιόλας.
‘Λες ψέματα στον ίδιο σου τον εαυτό’, χαχάνισε. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα το γέλιο του και δυστυχώς μου άρεζε. Σκατά! Κατάλαβα πως τα λόγια του μπορούσαν να είχαν δύο όψεις.
‘Τι στο διάολο θέλεις από μένα;’, του φώναξα.
‘Εσένα’, ψιθύρισε με πειθώ. Πόθος φούντωσε μέσα μου.
‘Αι γαμήσου’, του πέταξα, ξέφυγα κάπως από το κράτημά του και έτρεξα μακριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου