Σελίδες

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Dillemma - Kεφάλαιο 1ο



Το να πάψεις να ζεις δεν είναι σπουδαίο. Το τραγικότερο είναι να πάψεις ν’ αγαπάς - Ε. Χάινε.


Δίλλημα


Κεφάλαιο 1ο


‘Συγχώρεση’


Μπέλλα




‘Ιζαμπέλλα, σε θέλω στο γραφείο μου σε 2 λεπτά’, διέταξε ο Ντέιμον - ή μήπως τώρα πια θα έπρεπε να τον φωνάζω κύριο Σαλβατόρ; - καθώς πέρασε από μπροστά μου. Μου έριξε μια ματιά γεμάτη νόημα και χάθηκε μέσα στο γραφείο του, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.


Εγώ δεν πήρα τα μάτια μου από τον υπολογιστή μου και την υπόθεση για την οποία δούλευα. Απλά, στριφογύρισα ειρωνικά τα μάτια μου γιατί, μάλλον, ήξερα τι θα ακολουθούσε. Και δεν είχα καμία όρεξη να τον ακούσω πάλι.


Κλείνοντας τον υπολογιστή και αποθηκεύοντας τα όσα είχα καταφέρει να σημειώσω, σηκώθηκα με αργές και γεμάτες βαρεμάρα κινήσεις και χτύπησα την πόρτα του. Δεν ακούστηκε φωνή από μέσα αλλά εγώ δεν είχα έρθει εδώ για να παίξω. Έτσι, άνοιξα με δύναμη την πόρτα κι εκνευρισμένη όπως ήμουν, παραπάτησα καταλάθος. Να πάρει!


Αμέσως, το γνωστό ανάλαφρο γέλιο του, ήχησε μέσα στο δωμάτιο. Έτριξα τα δόντια μου. Ήμουν έτοιμη να τον βρίσω, αλλά κρατήθηκα.


Ακόμα δεν είχε σταματήσει να γελάει. ‘Όπως πάντα, η ίδια Ιζαμπέλλα Σουάν. Αδέξια και ταυτόχρονα πολύ πεισματάρα για να παραδεχτεί πως δεν μπορεί να σταθεί όρθια, παρόλο που το πρόσωπό της κατακοκκίνισε’, είπε σαν να τον ψυχαγωγούσα.


‘Εάν δεν ήσουν το αφεντικό μου και εάν δεν ήμουν ακόμα καινούρια στην θέση της γραμματέα σου, κυριολεκτικά θα σε έβριζα’, μουρμούρισα με ένα προσποιητό χαμόγελο, φροντίζοντας να ακουστεί η απειλή στην φωνή μου.


Το ένα του φρύδι ανασηκώθηκε και τα καταγάλανα μάτια του με περιεργάστηκαν από πάνω ως κάτω. Ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν και την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. Τα μάτια του έμειναν λίγο περισσότερο πάνω στο στήθος μου, γεγονός που με έκανε να κοκκινίσω πιο πολύ. Φορούσα μια μαύρη εφαρμοστή φούστα μέχρι λίγο πιο πάνω από το γόνατο, ένα άσπρο πουκάμισο με αρκετά βαθύ ντεκολτέ, καλτσόν στο χρώμα του δέρματος και τακούνια. Σίγουρα όχι η Μπέλλα που είχε συνηθίσει ο Ντέιμον όταν ακόμα ήμουν στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου.


‘Κάθισε’, έδειξε προς τον δερμάτινο καναπέ που βρισκόταν στην άλλη άκρη απ’όπου στεκόμουν. Αποφάσισα να μην φέρω αντίρρηση.


Κάθισα σταυροπόδι και περίμενα να μου πει ό,τι ήθελε. ‘Λοιπόν;’


Ήρθε και κάθισε ακριβώς δίπλα μου με το σώμα και το βλέμμα του στραμμένο προς εμένα. Με κοιτούσε ερευνητικά, κάπως επίμονα. Αλλά η δυναμική Μπέλλα είχε βγει στην επιφάνεια εδώ και καιρό και δεν σκόπευα να την κρύψω τώρα που την χρειαζόμουν πιο πολύ από ποτέ. Εκείνη τη στιγμή, με έκανα να φαίνομαι ανυπόμονη και αδιάφορη.


‘Τι λοιπόν; Δεν μπορώ να φωνάξω την αγαπημένη μου γραμματέα για να της μιλήσω;’, άρχισε να μου το παίζει αθώος. Αυτά όμως δεν έπιαναν σε μένα πια.


‘Τελειώνετε, κύριε Σαλβατόρ’, είπα αυστηρά.


‘Γιατί ξαφνικά ο πληθυντικός;’ Μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα και ένιωσα ξανά να λυγίζω.


‘Εάν δεν κάνω λάθος, είστε το αφεντικό μου και πρέπει να σας μιλάω με σεβασμό’, συνέχισα το θέατρο.


‘Το ήξερα πως θα άνοιγες μόνη σου την πόρτα’, ψιθύρισε αγνοώντας τα προηγούμενα λόγια μου. Η φωνή του πιο σοβαρή και πιο βραχνή. Μου θύμιζε την φωνή που χρησιμοποιούσε στις πιο προσωπικές μας στιγμές. Προσπέρασα την επιθυμία μου να κλείσω τα μάτια μου για να την ακούσω καλύτερα.


‘Δεν ξέρετε τίποτα πια για μένα’, του πέταξα προσπαθώντας να βάλω έναν προστατευτικό τοίχο μπροστά μου.


‘Ξέρω πολλά. Όπως επίσης ξέρω πως με αγαπάς ακόμα’.


Τώρα τα χέρια μου έτρεμαν από τα νεύρα μου. ‘Έχεις πολύ θράσος!’


‘Να είδες; Ήξερα πως αυτό που είπα πριν λίγο θα σε έκανε να μου ξαναμιλήσεις στον ενικό’, είπε ευχαριστημένος με τον εαυτό του. ‘Ξέρω υπερβολικά πολλά πράγματα για σένα, Ιζαμπέλλα’.


‘Το όνομά μου είναι Μπέλλα’, του επισήμανα.


‘Το Ιζαμπέλλα σε κάνει ξεχωριστή για μένα. Μόνο εγώ σε φωνάζω έτσι’. Ήθελα απεγνωσμένα να κλείσω τα μάτια μου. Γιατί το έκανε αυτό; Ήθελε να με πληγώσει για μια ακόμα φορά. Αποκλείεται όλα όσα έλεγε να ήταν αλήθεια. Κι αν τα πίστευα; Δεν ήθελα ούτε καν να το σκέφτομαι.


‘Εάν ήμουν ξεχωριστή για σένα, τότε δεν θα με άφηνες ποτέ’. Ο λαιμός μου καιγόταν και τα μάτια μου έτσουζαν. Προσπάθησα να πάρω μερικές βαθιές αναπνοές, αλλά ο κόμπος στον λαιμό μου με ενοχλούσε.


‘Ήμουν ακόμα νέος τότε και ανώριμος. Τώρα όμως μεγάλωσα και κατάλαβα ποια μου ταιριάζει πραγματικά’, ισχυρίστηκε. Ωραία δικαιολογία.


‘Άργησες κάπως’, ψιθύρισα άτονα.


Τα χέρια του ξαφνικά έφτασαν τα δικά μου. Τα κράτησε απαλά και κοίταξε μέσα στα μάτια μου. Και δυστυχώς για μένα, έβλεπα ειλικρίνεια μέσα στις γαλάζιες ίριδές του. Κι ένα καινούριο συναίσθημα. Δεν με είχε ξανακοιτάξει τόσο έντονα παλαιότερα. H αναπνοή μου σταμάτησε, όταν τα χέρια του έτρεξαν στα μπράτσα μου, ώσπου έφτασαν στο πρόσωπό μου. Έπιασε με τα ζεστά του δάχτυλα τα δυο μου μάγουλα και το σώμα του ήρθε πιο κοντά στο δικό μου. Παραδινόμουν, το ένιωθα. Έπεφτα ξανά στα δίχτυα του.


Χωρίς να το καταλάβω, τα χείλη του ήδη ακουμπούσαν τα δικά μου. Στην αρχή απαλά και μόλις κατάλαβε πως δεν είχα πρόβλημα, το φιλί έγινε πιο βαθύ. Το σώμα του βρέθηκε ξαφνικά σε απόσταση αναπνοής με το δικό μου. Πίεσε πιο πολύ τα μάγουλά μου, αφήνοντας την γλώσσα του να εξερευνήσει απότομα το στόμα μου. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω και τραβήχτηκα λίγο πιο πίσω. Όμως, τότε τα χέρια του βρέθηκαν βίαια στο στήθος μου. Και μου άρεζε, είχα πάρει φωτιά ολόκληρη.


Το χείλη του ήρθαν κοντά στο αυτί μου, ψιθυρίζοντάς μου: ‘Ποτέ δεν είναι αργά, Ιζαμπέλλα’, πρόφερε συρτά το όνομά μου.


Κατάπια σπασμωδικά και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, προσπαθώντας να επαναφέρω την καρδιά μου στον σωστό ρυθμό της. Εκείνος όμως έκανε την προσπάθειά μου δύσκολη, καθώς δεν σταμάτησε να πιέζει το στήθος μου πάνω από το λεπτό πουκάμισό μου. Γαμώτο... Στ’αλήθεια θα άφηνα έναν άντρα να με κάνει ό,τι θέλει; Δεν είχα ορκιστεί στον εαυτό μου πως από δω και πέρα θα έπαιζα εγώ με τους άντρες και όχι το αντίθετο; Όμως γιατί ο Ντέιμον έπρεπε πάντα να αποτελεί εξαίρεση;


Μόλις κατάλαβα το βάρος των πράξεών μας, τον έσπρωξα από κοντά μου και σηκώθηκα απευθείας. Ο Ντέιμον αιφνιδιάστηκε και με κοίταξε μπερδεμένος, με το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει από την γρήγορη αναπνοή του. Εγώ σταύρωσα, χωρίς να το καταλάβω, τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου, ίσως θέλοντας να του δείξω πως δεν θα ενέδιδα. Όμως το είχα κάνει ήδη, ακόμα κι αν προσπαθούσα να το καλύψω.


Αναστέναξε. ‘Να πάρει, Ιζαμπέλλα... Δεν καταλαβαίνεις πως έκανα λάθος; Πως ήμουν μεγάλος βλάκας; Πως σε θέλω;’, απαίτησε με δυνατή φωνή που με έκανε να ανατριχιάσω.


Εγώ προτίμησα να μην πω τίποτα. Άλλωστε, τι θα μπορούσα να ξεστομίσω; Από την μια μεριά, τον σιχαινόμουν γιατί με είχε πληγώσει όσο κανένας άλλος. Όμως από την άλλη, ήταν ο άντρας που ποθούσα. Ο άντρας που έκανε τα γόνατά μου να λυγίζουν και το κορμί μου να ανταποκρίνεται στο άγγιγμά του.


Αργά, σαν ένα σαρκοβόρο ζώο που θέλει να περικυκλώσει την λεία του, σηκώθηκε από τον καναπέ και στάθηκε απέναντί μου. Με περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα.


‘Αυτό που θέλω από σένα είναι μια δεύτερη ευκαιρία’, μου αποκάλυψε, κάπως παρακλητικά αλλά μου φάνηκε σαν να είχε δεδομένη την θετική απάντησή μου. Πίστευε πως αμέσως θα γυρνούσα στην αγκαλιά του.


‘Εσύ δεν είχες πει κάποτε πως ψάχνεις για την γυναίκα της ζωής σου;’, του θύμισα.


‘Ναι, το είχα πει. Και απ’ότι φαίνεται, εσύ είσαι η γυναίκα που ψάχνω. Είμαι τελείως ηλίθιος’ γέλασε λυπημένος. ‘Τόσο καιρό ήσουν κάτω από την μύτη μου και δεν σε έβλεπα όπως κανονικά θα έπρεπε’.


Ήθελα πραγματικά να τον πιστέψω.


Έφερε ξανά το χέρι του στο μάγουλό μου. ‘Σε παρακαλώ’. Η φωνή του ήταν τόσο υπνωτιστική. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και για μια ακόμα φορά εκμεταλλεύτηκε την σιωπή μου. Έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο, έτσι όπως έκανε και παλιά όταν τον χρειαζόμουν. Αφέθηκα...


Και από εκείνη τη στιγμή, ήμουν ξανά δική του.


*~*~*~*~*~*~*~*~*~*


Τα πράγματα με μένα και τον Ντέιμον καλυτέρεψαν τις επόμενες ημέρες. Άφηνε κάθε πρωί στο γραφείο μου λουλούδια μ’ένα σημείωμα που κάθε φορά έγραφε και μια διαφορετική φράση από γνωστά βιβλία. Έξυπνες φράσεις που μερικές φορές ταίριαζαν γάντι στην κατάστασή μας.


Κατά την διάρκεια της ημέρας, ο Ντέιμον κι εγώ εκτός από το να δουλεύουμε, κλέβαμε και λίγο χρόνο για τον εαυτό μας. Το μεσημέρι, κάναμε ένα διάλειμμα για μεσημεριανό και με πήγαινε στα πιο ξεχωριστά και ακριβά εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Άλλες φορές στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη και άλλες, σ’ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο ή σε κάποιον κεντρικό δρόμο. Μιλούσαμε για διάφορα πράγματα, όπως για το τι συνέβη στην ζωή μας τα τελευταία χρόνια, για τα καινούρια ενδιαφέροντά μας και για το τι σχεδιάζουμε να κάνουμε στο άμεσο μέλλον. Προς μεγάλη μου έκπληξη, κάθε φορά που μιλούσαμε για το μέλλον, ο Ντέιμον συμπεριλάμβανε στην μελλοντική του ζωή κι εμένα. Αυτό σίγουρα με χαροποιούσε πολύ.


Εκτός από όλα τα παραπάνω όμως, η σχέση μας έγινε ακόμα πιο στενή. Αγγίγματα, χάδια, φιλιά... Κάθε μέρα περνούσαμε τουλάχιστον μισή ώρα στο γραφείο του προσπαθώντας να κοντρολάρουμε το πάθος που είχαμε ο ένας για τον άλλον. Πολλοί συνεργάτες του Ντέιμον ήδη είχαν αρχίσει να υποψιάζονται πως κάτι έτρεχε μεταξύ μας. Αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου. Βέβαια, δεν είχαμε φτάσει ακόμα στο σημείο να κάνουμε σεξ, αλλά τα πράγματα όδευαν προς εκεί.


Ναι, ο Ντέιμον Σαλβατόρ είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Εκτός εάν ήμουν τυφλή ή ο Ντέιμον προσποιούνταν καλά. Αλλά συνέχεια, όταν τέτοιες σκέψεις σκλάβωναν το μυαλό μου κάνοντάς με να ανησυχώ, έλεγα στον εαυτό μου πως τον αδικούσα. Μερικές φορές, ιδίως τις φορές που βρισκόμουν με τον Ντέιμον, αναρωτιόμουν σιωπηλά εάν είχα κάνει λάθος που τον δέχτηκα πίσω στην ζωή μου τόσο γρήγορα και απλά, διαγράφοντας από την μνήμη μου τον πόνο που είχα νιώσει εξαιτίας του. Όμως δεν μπορούσα να ρισκάρω να τον χάσω για μια ακόμα φορά.


Είχα αργήσει περίπου είκοσι λεπτά για το γραφείο και οδηγούσα σαν τρελή στον δρόμο. Για καλή μου τύχη, ο Ντέιμον είχε αργήσει. Έτσι, είχα λίγο χρόνο για να ηρεμήσω και να τακτοποιηθώ. Δούλεψα πάνω στην καινούρια υπόθεση που είχα αναλάβει για περίπου μία ώρα, ώσπου ο Ντέιμον εμφανίστηκε μπροστά μου ξαφνικά, με καινούρια λουλούδια στα χέρια του και μ’ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του. Με χαιρέτησε μ’ένα απαλό αλλά καυτό φιλί.


‘Σήμερα το βράδυ θα βγω με την αδερφή μου και κάτι γνωστούς μου. Θα μου έκανες την τιμή να με συνοδεύσεις;’, χρησιμοποίησε το αστραφτερό χαμόγελό του για να με πείσει. Και τα κατάφερε. Θυμόμουν πολύ καλά την αδερφή του Ντέιμον, την Έμιλυ. Είμασταν αρκετά καλές φίλες και ήθελε να είμαι ζευγάρι με τον αδερφό της. Θα ήταν ωραία να την ξαναέβλεπα μετά από τόσο καιρό.


‘Φυσικά’, του ανταπέδωσα το χαμόγελο. ‘Μόνο που...’, κόμπιασα.


‘Ναι;’, τα μάτια του ακόμα χαμογελούσαν.


‘Είναι φίλοι σου. Δεν θα παραξενευτούν που θα με δουν μαζί σου;’, αναρωτήθηκα. Ως τι θα με παρουσίαζε μπροστά τους;


‘Μα είσαι η κοπέλα μου’. Θεέ μου... Το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο λαμπερό. Σχεδόν πονούσα με το να τον κοιτάζω. Ήταν πανέμορφος. Και η λέξη «κοπέλα μου» ξέφευγε τόσο απλά από τα χείλη του.


‘Αλήθεια το λες αυτό;’, ρώτησα ντροπαλά και η καρδιά μου φούσκωσε από χαρά.


‘Φυσικά! Νόμιζα πως ήταν δεδομένο πως είσαι το κορίτσι μου, η κοπέλα μου’. Μου έκλεισε το μάτι. Εγώ χαμογέλασα πλατύτερα και έκρυψα το πρόσωπό μου πίσω από την κουρτίνα των μαλλιών μου.


‘Δεν είχαμε πει τίποτε σχετικό. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα πως θα ήθελες να με αποκαλέσεις κοπέλα σου’, παραδέχτηκα, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου και έπαιξα νευρικά με τα δάχτυλα των χεριών μου.


Τον ένιωσα να στέκεται πάνω από το κεφάλι μου, καθώς εγώ κάθισα πιο βαθιά στην δερμάτινη καρέκλα μου. Γονάτισε στο ύψος μου και με τα χέρια του, σήκωσε σιγά σιγά το πρόσωπό μου για να τον κοιτάξω.


‘Ιζαμπέλλα, είσαι η κοπέλα μου’, είπε απλά, μα πειστικά, χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο και άφησε ένα φιλί στο μέτωπό μου και ύστερα στα ξερά μου χείλη. Αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να ξεχάσω τους ενδοιασμούς μου. Όπως κάθε άλλη φορά, τα χείλη του Ντέιμον ήταν κάτι σαν φωτιά για μένα, που έδινε ζωή στο σώμα μου.


Για πρώτη φορά, ο Ντέιμον συγκρατήθηκε και δεν συνέχισε να με φιλάει. Με καθησύχασε και μου είπε πως οι φίλοι του σίγουρα θα με λάτρευαν.


Ύστερα από πολύωρη δουλειά, περίπου στις έξι το απόγευμα, ο Ντέιμον αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάω στο σπίτι μου για να ξεκουραστώ και να ετοιμαστώ για την σημερινή νυχτερινή έξοδό μας. Παλιά, σίγουρα θα τον ρωτούσα πως θα έπρεπε να ντυθώ. Όμως πια ήξερα τι σήμαινε έξοδος. Φόρεμα, τακούνια και σίγουρα, βάψιμο. Το είχα συνηθίσει πιά.


Με συνόδευσε στο υπόγειο πάρκινγκ της εταιρείας μέχρι το αυτοκίνητό μου, ένα γαλάζιο Mini Cooper. Καθώς έβαλα μπρος την μηχανή και κατέβασα το ηλεκτρικό παράθυρο του οδηγού, τον ρώτησα που θα πηγαίναμε το βράδυ. Εκείνος όμως σήκωσε το ένα του φρύδι, μου χαμογέλασε με νόημα και κατευθύνθηκε προς το δικό του αμάξι, χωρίς να μου δώσει την παραμικρή πληροφορία. Κάθισα μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη παρατηρώντας τις κινήσεις του καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό του και ύστερα γέλασα μέσα από τα δόντια μου, πατώντας το γκάζι.






Το διαμέρισμά μου στο κέντρο της Νέας Υόρκης με θέα το Σέντεραλ Παρκ, ήταν αρκετά μεγάλο για ένα άτομο. Μου το είχαν αγοράσει οι γονείς μου ως δώρο αποφοίτησης από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Στην αρχή το βρήκα λίγο υπερβολικό, αλλά μετά ένιωσα πως είναι να διακοσμείς το δικό σου σπίτι και το λάτρεψα. Είχε ένα αρκετά μεγάλο σαλόνι με τζάκι, μια τραπεζαρία που ήταν πολύ κοντά στο σαλόνι, μια ευρύχωρη κουζίνα, δύο υπνοδωμάτια και δύο μπάνια. Σίγουρα το όνειρο κάθε νέου που ξεκινούσε την ζωή του.
Το σαλόνι του διαμερίσματος.

Η κουζίνα.

Η τραπεζαρία.
Το υπνοδωμάτιο της Μπέλλα.
Το μπάνιο της.



Για μένα βέβαια, το καλύτερο ήταν η απέραντη θέα προς το Σέντεραλ Παρκ. Εδικά την ώρα του ηλιοβασιλέματος, η εικόνα γινόταν μαγική. Όταν είχα χρόνο, μ’αρεζε να φτιάχνω τον καφέ μου, να βάζω απαλή μουσική και να χαζεύω τα κτήρια και τα δέντρα από το παράθυρο. Άλλο ένα καλό του διαμερίσματός μου; Είχε πολλά μεγάλα παράθυρα.

Η θέα από το παράθυρο του σαλονιού της Μπέλλα.
Μόλις έφτασα στο σπίτι, έφτιαξα κάτι πολύ γρήγορο και εύκολο για να φάω - μακαρόνια με σάλτσα - και ύστερα έκανα ένα μπάνιο. Στέγνωσα τα μαλλιά μου, ισιώνοντάς τις ελαφριές μπούκλες που σχηματίζονταν και έβγαλα από την ντουλάπα μου το φόρεμα που είχα σχεδιάσει να φορέσω. Ήταν στράπλες, μαύρο, αρκετά κοντό και στην μέση δενόταν με έναν σατέν μαύρο φιόγκο. Ήταν κάπως απλό αλλά και επίσημο ταυτόχρονα. Τίποτα φανταχτερό. Έδωσα λίγο χρώμα στην εμφάνισή μου, φορώντας κόκκινες γόβες στιλέτο και έναν κόκκινο φάκελο.
Βάφτηκα όχι πολύ έντονα, με κόκκινο κραγιόν, απαλή σκιά σε γήινα χρώματα και eye liner. Πέρασα μια τελευταία φορά την βούρτσα μέσα από τα ίσια μαλλιά μου, έβαλα το άρωμα που μου είχε αγοράσει η αδερφή μου η Άλις στα τελευταία μου γενέθλια και κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Ναι, μου άρεζα. Ένα χαμόγελο ευχαρίστησης απλώθηκε στο πρόσωπό μου και ύστερα έτρεξα για να πάρω το παλτό μου.


Η ώρα είχε πάει οκτώ και είκοσι όταν τελείωσα και αποφάσισα να κατέβω κάτω για να περιμένω τον Ντέιμον. Πήρα το ασανσέρ που οδηγούσε από τον 32ο όροφο που βρισκόταν το διαμέρισμά μου στο ισόγειο και χαιρέτησα τον φύλακα που καθόταν σε μια γωνιά διαβάζοντας την εφημερίδα του. Ήταν ένας πολύ ευγενικός κύριος που τον έλεγαν Φρανκ περίπου στα 50 του. Μου χαμογέλασε και φιλοφρόνησε την εμφάνισή μου, κάνοντάς με να κοκκινίσω.


Σε περίπου επτά λεπτά, ο Ντέιμον σταμάτησε το αυτοκίνητό του μπροστά μου και βγήκε τρέχοντας, ντυμένος μ’ένα κομψό μπεζ κουστούμι και τα μαλλιά του επιμελώς ατημέλητα όπως πάντα.

Το αυτοκίνητο του Ντέιμον


Το κουστούμι που φοράει ο Ντέιμον.

Την στιγμή που με πλησίασε, εισέπνευσα την αντρική κολόνια του. Τα μάτια μου έκλεισαν ασυναίσθητα, απολαμβάνοντας την παρουσία του. Ένιωσα γύρω από την μέση μου το χέρι του που με τράβηξε κοντά στο σώμα του, αγκαλιάζοντάς με. Έκρυψα το πρόσωπό μου στο στέρνο του, αναπνέοντας βαθιά.


‘Έλα, ας πηγαίνουμε’, μου ψιθύρισε με τρυφερή φωνή.


Μου άνοιξε την πόρτα για να μπω στο τζιπ του κι εγώ βολεύτηκα στην αναπαυτική δερμάτινη θέση. Μέσα μύριζε σαν εκείνα τα αρωματικά που βάζουν στα αυτοκίνητα, αλλά στο μυαλό μου είχε μείνει το μεθυστικό άρωμα του Ντέιμον που μου έφερνε ζάλη. Εκείνος μπήκε στην θέση του οδηγού και αμέσως ξεκινήσαμε.


Τον παρακάλεσα μερικές φορές κατά την διάρκεια της διαδρομής να μου πει σε ποιο μέρος θα πηγαίναμε αλλά κάθε φορά, μου έκλεινε το στόμα μ’ένα βαθύ φιλί.


Η διαδρομή ήταν αρκετά μεγάλη και η κίνηση αφόρητη. Περνούσαμε διάφορους κεντρικούς δρόμους της Νέας Υόρκης. Κόσμος, φασαρία, αυτοκίνητα, φώτα... Ώσπου το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από ένα πολυόροφο ξενοδοχείο. Ένα από τα ακριβότερα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης, το Four Seasons. Τι στο καλό κάναμε εδώ;



‘Ξενοδοχείο;’, ρώτησα μπερδεμένη και κάπως εκνευρισμένη που δεν ήξερα τι σχεδίαζε.


‘Γιατί, σου πέφτει λίγο;’ Το ύφος του ήταν πειραχτικό.


Ρουθούνισα. ‘Όχι φυσικά. Αλλά τι κάνουμε σ’ένα ξενοδοχείο σαν αυτό;’


Εκείνη την στιγμή ένας από τους φύλακες του ξενοδοχείου εμφανίστηκε δίπλα στην πόρτα του Ντέιμον. Προσπάθησε να μας δώσει οδηγίες για το που να παρκάρουμε το αμάξι, αλλά ο Ντέιμον προτίμησε να του δώσει ένα φιλοδώρημα για να το κάνει αυτός. Βγήκαμε από το αμάξι και καθώς κατευθυνθήκαμε προς την είσοδο, ο Ντέιμον τύλιξε γερά το χέρι του γύρω από την μέση μου, ήταν μια κάπως κτητική κίνηση. Εγώ κοιτούσα με περιέργεια την όψη του ξενοδοχείου.


Με οδήγησε στο ασανσέρ σιωπηλός και πάτησε το κουμπί του τελευταίου ορόφου. Αποφάσισα να μην ανοίξω το στόμα μου και να κάνω υπομονή. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και μπροστά μου εμφανίστηκε μια πολυτελή αίθουσα εστιατορίου. Ήχοι πιάτων, πιρουνιών και μαχαιριών ακουγόντουσαν σε συνδυασμό με τις συζητήσεις των καλοντυμένων ανθρώπων.


Το χέρι του Ντέιμον βρέθηκε για μια ακόμα φορά γύρω μου καθώς και οι δύο πήραμε στάσεις αυτοπεποίθησης με υψωμένα τα πιγούνια μας και περπατήσαμε προς τα μέσα.


‘Ντέιμον!’, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από αριστερά μας. Μια γνωστή φωνή.


Έψαξα μες στο πλήθος και είδα την αδερφή του Ντέιμον να περπατάει προς το μέρος μας μ’ένα τεράστιο χαμόγελο. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα που τόνιζε το υπέροχο σώμα της και τα καστανά μακριά μαλλιά της. Δίπλα της φαινόμουν ασήμαντη. Έτρεξε κατευθείαν και με αγκάλιασε με δύναμη.


‘Μπέλλα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!’ Η φωνή της ήταν πολύ κοριτσίστικη, όπως την θυμόμουν. Θα μπορούσες να πεις πως ήταν η Μπάρμπι σε καστανό.


Ύστερα γύρισε στον αδερφό της. ‘Μου έλειψες, αγαπητέ αδερφέ’, είπε χαχανίζοντας και τον φίλησε στο μάγουλο. Και ύστερα πρόσεξε το χέρι του Ντέιμον γύρω μου. Το ένα της φρύδι ανασηκώθηκε αλλά μετά χαμογέλασε αχνά.


‘Έλα Μπέλλα να σε συστήσω στους φίλους μας’ Το βλέμμα μου έπεσε στο τραπέζι μπροστά μας. Τα βλέμματα των φίλων του Ντέιμον και της Έμιλυ ήταν στραμμένα πάνω μου και τους χαμογέλασα ευγενικά. Ο Ντέιμον έκανε μερικά βήματα μπροστά και τον ακολούθησα.


‘Από δω, Τζέιμς Χάρισον’, έδειξε με το χέρι της η Έμιλυ έναν ξανθό νεαρό με γαλανά μάτια κι ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Μου έτεινε το χέρι του και το πήρα.


‘Βικτόρια Γουίλς’, στάθηκε δίπλα σε μια κοκκινομάλα κοπέλα που κι αυτή μου πρόσφερε το χέρι της.


Μου σύστησε ακόμα τρία άτομα ώσπου τα μάτια μου αιχμαλωτίστηκαν μέσα σε δύο άλλα πράσινα, στην άκρη του τραπεζιού. Ανήκαν σ’έναν άντρα. Περιεργάστηκα τα χαρακτηριστικά του. Τετραγωνισμένο πιγούνι, χείλη που με ικέτευαν να τα φιλήσω και μαλλιά στο χρώμα του χρυσού που με παρακαλούσαν να τα χαϊδέψω. Ήταν πανέμορφος, ντυμένος μ’ένα μαύρο κουστούμι, όχι τόσο επίσημο όσο του Ντέιμον.


Τον είδα να ξεροκαταπίνει. Τα μάτια μου εστίασαν για μια ακόμα φορά στα πράσινα δικά του. Με κοιτούσε επίμονα, διαπεραστικά. Ζαλίστικα κι ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Μου φάνηκε έντρομος, λες και μόλις είχε δει φάντασμα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει που είχα χαθεί στο πανέμορφο θέαμα μπροστά μου. Όμως κατάλαβα πως είχα σταματήσει να αναπνέω και πως όλοι μας κοιτούσαν. Μου φάνηκε πως τον είδα να ψιθυρίζει ξέπνοα το όνομα Μπελίσια. Δεν έβγαζα άκρη.


Ένιωσα από δίπλα μου τον Ντέιμον να τσιτώνεται και να σφίγγει πιο πολύ την μέση μου. Ο πρασινομάτης άγνωστος πρόσεξε αυτή την κίνηση και κοίταξε με μίσος προς την μεριά του Ντέιμον. Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω τίποτε.


‘Και από δω ο Έντουαρντ Κάλλεν’, με διαφώτισε η Έμιλυ για τον μυστήριο άντρα. Παράξενο όνομα... Αλλά ξεχωριστό. Ο Έντουαρντ με χαιρέτησε μ’ένα απλό κούνημα του κεφαλιού του και χαμήλωσε το βλέμμα του.


Ο συνοδός μου τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στην Έμιλυ για να καθίσω και πήρε κι αυτός την θέση από τα δεξιά μου. Ξερόβηξε και το πρόσωπό του φωτίστηκε για μια ακόμα φορά από ένα χαμόγελο, σαν να μην συνέβη τίποτα. Επικράτησε μια άβολη ησυχία, μέχρι που η Έμιλυ άρχισε πάλι να μιλάει με τους φίλους της. Έκανε μερικά κοπλιμέντα για το ντύσιμό μου και οι τρεις κοπέλες που βρισκόντουσαν στο τραπέζι συνέχισαν να συνομιλούν για τα ρούχα γενικότερα. Οι νεαροί, μαζί με τον Ντέιμον, έψαξαν για ένα καλό κρασί να πιούμε, κάνοντας διάφορα αστεία.


Μόνο δύο άτομα παρέμεναν σιωπηλά καθόλη την διάρκεια των συζητήσεων. Εγώ και ο Έντουαρντ που για κακή μου τύχη, οι ματιές μας διασταυρώνονταν πολύ συχνά. Εγώ όπως πάντα κοκκίνιζα κι εκείνος συνέχιζε να βάζει φωτιά με τα μάτια του στο δέρμα μου.


Για να νιώσουν όλοι πιο άνετα, αποφάσισα να πάρω μέρος στην συζήτηση των γυναικών, που τώρα πια μιλούσαν για το που θα περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Η Έμιλυ με κάλεσε να τις περάσω μαζί της και μαζί με τον Ντέιμον στο παραθαλάσσιο εξοχικό τους στην Νότια Καρολίνα. Της απάντησα πως θα το σκεφτώ.


Όταν οι σερβιτόροι έφεραν τα πιάτα μας, εγώ ένιωσα την ανάγκη να ξεφύγω λιγάκι. Ανακοίνωσα στον Ντέιμον πως θα πήγαινα λίγο στην τουαλέτα να φρεσκαριστώ. Όλη την ώρα, τα μάτια του Έντουαρντ ήταν καρφωμένα πάνω μου, κάνοντάς με να νιώθω άβολα. Δεν του έδωσα σημασία και με γοργό ρυθμό έφτασα στις τουαλέτες.


Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη, προσπαθώντας να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Ποιο ήταν το πρόβλημά του γαμώτο; Γιατί με κοιτούσε έτσι;


Αναστέναξα και με τα χέρια μου προσπάθησα να στρώσω τα μαλλιά μου καλύτερα. Έριξα λίγο νερό στα χείλη μου που είχαν ξεραθεί και μετά τα έβαψα ξανά με το κραγιόν που είχα στην τσάντα μου. Έβαλα στο πρόσωπό μου ένα χαμόγελο ικανοποιητικό και βγήκα από τις τουαλέτες.


Το μυαλό μου ταξίδευε και δεν πρόσεξα που περπατούσα, πέφτοντας ξαφνικά σε κάτι σκληρό. Τραβήχτηκα πίσω ντροπιασμένη όταν κατάλαβα πως είχα πέσει πάνω σε κάποιον. Σήκωσα τα μάτια μου και αμέσως αναγνώρισα τα μάτια αυτού του "κάποιου". Ήταν ο Έντουαρντ.



1 σχόλιο:

  1. Απλά υπέροχο!! Στο έχω ξαναπεί ότι γράφεις τέλεια :D Περιμένω συνέχεια!!
    Εμιλυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή